Saturday, 13 October 2018

ΝΑ ΠΕΡΝΑΜΕ ΚΑΛΑ




ΝΑ ΠΕΡΝΑΜΕ ΚΑΛΑ
στη Θεωρία και στην Πράξη

δύο συμπληρωματικά κείμενα
του ΣΤΡΑΤΟΥ ΤΖΙΤΖΗ



--------------------



ΝΑ ΠΕΡΝΑΜΕ ΚΑΛΑ, στη Θεωρία
η Αρχή

Συνοπτική παρουσίαση της Αρχής
Όλα τα νοήματα χάνουν το νόημά τους στην προοπτική του θανάτου, κι αφού τίποτα δεν έχει νόημα τελικά, το μόνο που έχει νόημα είναι να περνάμε καλά (κι αν γελάμε, ακόμα καλύτερα).

Σκέψεις περί της Αρχής
Βλέπω παλιές, ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Στιγμές ζωής από το παρελθόν. Οι περισσότεροι έχουν πεθάνει. Σκέφτομαι ότι αυτό που θα "δικαίωνε" τις ζωές τους θα ήταν να τις είχαν γλεντήσει όσο μπορούσαν, να είχαν διασκεδάσει όσο γίνεται, να είχαν χαρεί το παραμικρό. 
Το ίδιο σκέφτομαι για μένα ως μελλοθάνατο, με τη σειρά μου. Μπορεί το ίδιο να σκέφτονται όλοι. Είναι αυτό που λέμε «τι μένει από τη ζωή». Όσα χρόνια κι αν έχεις ζήσει, όσα κι αν έχεις καταφέρει, όσα κι αν έχεις αφήσει πίσω σου, δεν μετρούν, αν δεν έχεις χαρεί τη ζωή σου.
Η χαρά της ζωής είναι που γεμίζει τις μέρες σου πάνω στη γη, για να φύγεις πλήρης από αυτήν, ανεξάρτητα πόσα χρόνια έζησες. Αυτή θα έπρεπε να είναι το μέτρο ευτυχίας του καθένα. Ανάλογα με πόσες μέρες είχε γεμάτες από τη χαρά της ζωής, ανάλογα να μακαρίζεται. Αντ’ αυτού μετράμε πόση περιουσία έκανε, πόσους απογόνους άφησε (ανεξάρτητα, δυστυχισμένους ή ευτυχισμένους), τι κατάφερε με τη δουλειά του, πόση αναγνώριση κέρδισε, πόσο διάσημος έγινε, τι δύναμη συγκέντρωσε, πόσους μάζεψε στην κηδεία του, κλπ.
Εισάγουμε εξωτερικά, ποσοτικά και μετρήσιμα κριτήρια αξιολόγησης της ζωής των ανθρώπων, ενώ η ζωή η ίδια είναι κάτι φευγαλέο. Κανείς δεν μπόρεσε να ιδιοποιηθεί τη ζωή και να τη βάλει στην τσέπη του, να κλείσει το χρόνο στο πορτοφόλι του και να τον σταματήσει να τρέχει, επειδή ήταν πλούσιος ή  ισχυρός.
Ναι μεν η ισχύς είναι σημαντική – και για αυτό εκτιμάται τόσο – αλλά είναι ασήμαντη, αν δεν συντελεί στην ευτυχία. Χωρίς αυτή δεν έχουν νόημα τα αποκτήματά μας και τα τρόπαια ισχύος. Προφανώς οι άνθρωποι το ξέρουν αυτό. Δεν είναι ανόητοι, να μην το αντιλαμβάνονται. Τι τους κάνει, τότε, να το αγνοούν, ενώ το γνωρίζουν;

Ανάγκη υπενθύμισης
Tο κυνήγι απόκτησης των μέσων επιβίωσης και τρόπων υπερίσχυσης, όσο κι αν είναι θεμιτό ή και αναγκαίο ως ένα βαθμό, παρασέρνει τον άνθρωπο συχνά και γίνεται αυτοσκοπός έτσι που ξεχνάει τον σκοπό της ευτυχίας, μέχρι που ο θάνατος θα του τον θυμίσει. Εδώ είναι ακριβώς που χρειάζεται η έγκαιρη υπενθύμιση του μόνου νοήμονος σκοπού τελικά: να περνάμε καλά.
Την υπενθύμιση της ματαιότητας των «επίγειων» την έκαναν συστηματικά οι θρησκείες, αλλά είχαν σαν κύριο σκοπό να συνετίσουν τους ανθρώπους, με το φόβο ή την εύνοια των θεών, ενόψει ειδικά της μετα-θάνατον σωτηρίας ή τιμωρίας. Μπορεί η υποταγή στον «θείο νόμο» των θρησκειών (ελλείψει άλλου) να ήταν αναγκαία για την εξέλιξη των προϊστορικών ανθρώπων, αφού τους πειθάρχησε και τους οργάνωσε σε μεγάλες κοινωνίες. Οι οργανωμένες θρησκείες μπορεί να ήταν κάτι πρωτοποριακό στην εποχή τους. Όμως, η ίδια η εξέλιξη τις ξεπέρασε. 
Οι μυθολογικές κατασκευές των θρησκειών κατέρρευσαν από τη φιλοσοφική κριτική (που ξεκίνησε στην Αρχαία Ελλάδα) και από την επιστήμη, που πήρε τη σκυτάλη. Τη θέση των θρησκειών πήραν διάφορες κοσμοθεωρίες, είτε κοσμικής λύτρωσης (ουμανισμός, κομμουνισμός), είτε τεχνοκρατικής (φουτουρισμός, υλισμός) είτε άλλου είδους, για να υπερκεραστούν όλες από τον καπιταλισμό.
Ο καπιταλισμός προσγείωσε τα συλλογικά αφηγήματα και τις ουτοπίες με τη δύναμη του χρήματος. Η επιτυχία του οφείλεται στην πρακτικότητά του. Όλες οι συζητήσεις απλουστεύονται στο χρήμα. Όμως το χρήμα δεν είναι παρά ένα μέσο. Όταν γίνεται αυτοσκοπός, ωθεί τον άνθρωπο στο κυνήγι της απόκτησής του έτσι που ξεχνάει τον πραγματικό σκοπό. Παρασύρεται και τρέχει. Τρέχει σαν τρελός, αφού τρέχουν όλοι, και φοβάται ότι θα τον περάσουν. Αυτή η τρεχάλα εξαντλεί τόσο τον άνθρωπο (με το διαρκές άγχος και τις ψυχοσωματικές του συνέπειες) όσο και τη φύση (με την υπερ-εκμετάλλευσή της).
Έγιναν και γίνονται προσπάθειες ελέγχου του ξέφρενου καπιταλισμού (σοσιαλδημοκρατικές, οικολογικές, ουμανιστικές, κλπ.), υπήρξαν και υπάρχουν κινήματα άρνησής του (είτε προοδευτικά, είτε οπισθοδρομικά) ή και ανατροπής του (είτε ακροαριστερά, είτε ακροδεξιά), αλλά αυτός έχει καταφέρει να εξαπλωθεί παγκοσμίως, με τροποποιήσεις και προσαρμογές ανάλογα τις συνθήκες.
Η αντι-καπιταλιστική κριτική συνέβαλε στις τροποποιήσεις του επικρατούντος συστήματος, χωρίς να καταφέρει, όμως, να αλλάξει τη στόχευσή του στο χρήμα, η οποία και επιβλήθηκε με την πρακτικότητά της παγκοσμίως. Η κριτική φάνηκε να εξαντλείται σε επιφαινόμενα, χάνοντας την ουσία. Πιθανόν, διότι δεν την αναρωτήθηκε επαρκώς η ίδια και δεν την έθεσε συνειδητά σαν στόχο της. Το ουσιώδες ερώτημα που θα έπρεπε να τεθεί είναι σε τι αποσκοπεί ακριβώς το χρήμα, αν όχι στο να-περνάμε-καλά. Αυτό το πολύ απλό και ριζικό ερώτημα πρέπει να τίθεται μάλιστα καθημερινά, έτσι που να ρυθμίσει την καθημερινότητά μας. Η μόνιμη υπενθύμισή του και ο συνειδητός καθορισμός του σαν Αρχή μας, μπορεί να βοηθήσει στην μεγιστοποίηση της απόλαυσης της ζωής και στην ελαχιστοποίηση της μη-αναγκαίας δυστυχίας: των περιττών ανταγωνισμών και των (αυτο)καταστροφών που προκαλούμε από την ανόητη πλεονεξία μας.

Τι εννοούμε ως Αρχή
Με τη λέξη Αρχή (με το Α κεφαλαίο) εννοούμε τη θεμελιώδη κανονιστική αρχή που μπορούμε να υιοθετήσουμε ως ρυθμιστή των πράξεών μας και ως οδηγό των κινήσεών μας στη ζωή.
Η πρόταση «να περνάμε καλά» θα μπορούσε να αναχθεί σε μια τέτοια αρχή, καθότι δεν υπάρχει κάτι άλλο πέραν αυτής που μπορούμε να πούμε ενώπιον του θανάτου μας. Είναι η καταληκτική σκέψη, η οριστική και οριακή, που μπορεί να ορίσει όλα τα άλλα στη ζωή μας κατόπιν αυτής,  ήτοι, να γίνει η Αρχή τους.
Είναι η σκέψη που προκύπτει αυθόρμητα στο μυαλό μας μπρος στο φάσμα του τέλους της ζωής κι έτσι μπορεί να υιοθετηθεί από όσους καταλήγουν σε αυτή.  Όσοι πιστεύουν σε κάποια μετα-θάνατο ζωή, μπορεί να έχουν κάτι άλλο υπόψιν, αλλά δεν θα διαφωνήσουν στο «να περνάνε καλά», εκτός αν θέλουν να περνάνε κακά, από κάποια διαστροφή. Εφόσον μιλάμε με κανονικούς ανθρώπους, μια τέτοια αρχή θα μπορούσε να υιοθετηθεί συλλογικά από όλους μας και να αποκτήσει ένα κανονιστικό ρόλο μεταξύ μας.

Η γενικότητα της Αρχής
Κατά πόσο το «Να Περνάμε Καλά» ευσταθεί σαν Αρχή αν εξεταστεί στη διαχρονική της ισχύ, πέρα από τις μικρές μας, ατομικές ζωές; Ισχύει το ίδιο για την ανθρωπότητα στην εξέλιξή της, ώστε να την υιοθετήσουμε ως οικουμενική αρχή;
Ας σκεφτούμε τους απογόνους μας. Μήπως πρέπει να υποφέρουμε εμείς για να περάσουν καλά αυτοί, όπως υπέφεραν και οι πρόγονοί μας για εμάς (υποτίθεται); Ή, ακόμα πιο πλατιά, μήπως πρέπει να σκεπτόμαστε την ανθρωπότητα ως σύνολο ή και τη φύση σαν υπερ-σύνολο, πριν διακηρύξουμε μια  τέτοια αρχή (που φαντάζει ατομικιστική) ως γενική;
Εάν απαρνηθούμε την Αρχή «Να Περνάμε Καλά» για χάρη των απογόνων μας ή όλων των ανθρώπων (σαν είδος) ή όλων των ειδών της φύσης (σαν γένος), αυτό δεν κάνει την αρχή λιγότερο ισχυρή. Ίσα ίσα την κάνει πανίσχυρη, αφού φτάνουμε στο σημείο αυτοθυσίας για «να περνάνε καλά» οι άλλοι (γενικά).  Θα ήταν μάλλον προτιμότερο να μετριάσουμε την ισχύ της και να μοιραστούμε την απόλαυση της ζωής με τους άλλους, αντί να τη στερηθούμε για αυτούς.
Ο πληθυντικός αριθμός στο «περνά-με» (κι όχι «περνά-ω») τονίζει τη γενικότητα της Αρχής. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι αφορά μόνο τον ίδιο, σαν να πρόκειται να πεθάνει μόνο αυτός (και οι άλλοι όχι) ή σαν ο θάνατός του να είναι πιο θανάσιμος από τους άλλους,  οπότε και η ζωή του να δικαιούται περισσότερη απόλαυση.
Η γενικότητα  της Αρχής συνεπάγεται την οικουμενικότητα και την καθολικότητά της. Ο πληθυντικός αριθμός της συνδέει το «εγώ» με το «εμείς». Όλοι εμείς οι ζωντανοί, καλούμαστε μέσω αυτής, να μοιραστούμε την απόλαυση της ζωής, όσο την έχουμε.
Μπορούμε, βέβαια, να αρνηθούμε την απολαυστικότητα αυτής της Αρχής (ως ηδονοθηρικής, υποτίθεται) και να υιοθετήσουμε μιαν άλλη, λιγότερο απολαυστική και περισσότερο κοπιαστική ή πιο χρηστική. Κάποια αρχή, ας πούμε, που αξιολογεί τη ζωή μας βάσει της χρησιμότητάς της σε κάτι ή την αποτιμά ανάλογα με το έργο που παράγει.
Με μια τέτοια εργαλειοποίηση της ζωής αυτή παύει να γίνεται αυτοσκοπός, αλλά μέσον. Μέσο όμως σε τι, προς τι και για ποιόν. Υπάρχει κάτι που στο τέλος θα κάνει ταμείο και θα πάρει μαζεμένα με τόκο, αυτά που εμείς στερηθήκαμε για αυτό, κι, αν ναι, ποιο είναι; Αν είναι οι άλλοι άνθρωποι, μετά από εμάς, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι θα πεθάνουν κι αυτοί, όπως και οι επόμενοι από αυτούς, οπότε δεν θα μείνει τίποτε από τους κόπους ολονών μας.

Ταύτιση
Οι ανθρώπινες μορφές θα λάβουν ένα τέλος, κάποια στιγμή, όπως είχαν μια αρχή. Όλες οι μορφές που προέκυψαν από το συμπαντικό γίγνεσθαι εμφανίστηκαν μέσα στον χρόνο και θα φύγουν με τον χρόνο. Μόνο το ίδιο το Γίγνεσθαι διαρκεί όσο ο Χρόνος, διότι ταυτίζεται με αυτόν. Ο χρόνος, ο χώρος και όλες οι διαστάσεις του Κόσμου εμφανίστηκαν με το γίγνεσθαί  του. Δεν ξέρουμε τι υπήρχε πριν αυτό ούτε θα μάθουμε ποτέ αν υπάρχει κάτι μετά.
Η ίδια η ύπαρξή μας είναι ένα φαινόμενο ακατάληπτο από εμάς. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε το λόγο της, ούτε σε τι εξυπηρετεί, για να το υπηρετήσουμε, καθώς είναι αδύνατον να δούμε πέρα από τα πεπερασμένα χρονικά της όρια για να συλλάβουμε το ρόλο που παίζει – αν παίζει – στο έργο του συμπαντικού γίγνεσθαι.
Όλα αυτά που κάνουμε δεν ξέρουμε τι νόημα μπορεί να έχουν αφού δεν θα υπάρχουμε μετά από αυτά για να διαπιστώσουμε τη σημασία τους. Ο χρόνος ύπαρξής μας και τα έργα μας ταυτίζονται.
Δεν έχει νόημα να προσδοκούμε κάτι από τους κόπους μας, αφού δεν θα υπάρχουμε πέραν αυτών για να καρπωθούμε το αποτέλεσμά τους. Το μόνο που θα είχε νόημα, μέσα σε αυτή την αδυναμία ορισμού κάποιου απώτερου νοήματος, θα ήταν να εργαζόμαστε για να ζούμε, ταυτίζοντας έργο και ζωή.
Η υποθήκευση της ζωής μας δεν έχει κανένα νόημα, σε όποια χρονική διάσταση και να το εξετάσουμε. Το μόνο που απομένει είναι η απόλαυσή της.

Αναφορά στο πέρα από εμάς
Η επιστροφή στο τώρα και στην απόλαυσή του, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το πέρασμα του χρόνου εις το διηνεκές, το πριν και το μετά του, η αρχή και το τέλος του (αν υπάρχουν) και άλλα τέτοια μεγάλα ερωτήματα παύουν να μας απασχολούν.
Η ανάγκη του ανθρώπου να συνδεθεί με την αρχή και το τέλος του Κόσμου, να βρει το Νόημα των νοημάτων, τον Λόγο όλων των λόγων είναι φυσική του ροπή, που προκύπτει εγγενώς από τη νόησή του, που αναζητεί την αιτία και το αποτέλεσμα των πραγμάτων.
Η ανθρώπινη νόηση δεν θα παύσει ποτέ να τείνει στην εξερεύνηση του Όλου, προσπαθώντας να βρει το αρχικό αίτιο και το ύστατο αιτιατό, στο οποίο οφείλει και η ίδια την ύπαρξή της.
Ο άνθρωπος θα αναζητεί πάντα τη σύνδεση με αυτό που τον ξεπερνά και τον καθορίζει. Μόνο που αυτό που τον ξεπερνά, ξεπερνάει και τη νόησή του. Δεν μπορεί να πει κάτι για «αυτό», να βρει λέξεις που να το κυριολεκτούν, να διαμορφώσει μια στέρεη, θετική σκέψη και να αποδώσει κάποιο απτό νόημα στο ασύλληπτο «αυτού». Αυτό πάντα θα ξεγλιστράει, γιατί δεν χωράει στο νου του.
Μπορεί, βέβαια, να φτιάξει φαντασίες (όπως έκανε με τις μυθολογίες και τις θρησκείες) ή να φιλοσοφήσει, με έννοιες καθαρά αφαιρετικές, κάνοντας υποθέσεις περί αυτού. Εφόσον  μένει στο καθαρά υποθετικό πεδίο, με αφηρημένες αναφορές σε Αυτό, χωρίς να Του αποδίδει κάποια θετικά γνωρίσματα, τότε μένει κοντά Του, ανοικτός πάντα στην απεραντοσύνη Του.
Ο καθαρά υποθετικός λόγος περί Αυτού ανοίγει τη νόηση στο ασύλληπτο Όλον, τη διανοίγει στο άφατο του και την οδηγεί στην κατανυκτική σιωπή που του αναλογεί.
Όμως, δεν μπορούμε να ζούμε μες στη σιωπή ούτε να πορευόμαστε με διαρκή πνευματική κατάνυξη. Χρειαζόμαστε και το θετικό, συγκεκριμένο λόγο σαν οδηγό μας σε αυτήν εδώ τη γη.  Η αναφορά μας στο πέρα από εμάς, μπορεί να μας βγάζει από τις μικρονοϊκές μας εμμονές και τις περιορισμένες μας αντιλήψεις, υποβάλλοντάς μας τη σιωπή, αλλά υπάρχουμε κι εμείς, σαν σάρκα, στην καθημερινότητά μας. Τι έχουμε να πούμε για εμάς;
Εάν θέλουμε κάποιο απτό νόημα για τις ζωές μας, που φυλλορροούν στο πέρασμα του χρόνου, το μόνο θετικό που μπορούμε να πούμε είναι να περνάμε καλά.
Όλα τα άλλα άγνωστα και σιωπή. Εφόσον πράττουμε ως προς αυτό, ταυτίζοντας έργο και ζωή, ολοκληρώνουμε τη θετική  (φυσική) διάσταση της ύπαρξής μας και μένει η υποθετική (μεταφυσική). Αυτές οι δύο είναι συμπληρωματικές, με τον θετικό λόγο για εμάς να συμπληρώνεται με τον υποθετικό λόγο περί Αυτού.
Η ολοκλήρωσή μας χρειάζεται και τη μεταφυσική συμπλήρωσή μας μέσω του καθαρά υποθετικού (θεωρητικού και αφαιρετικού) λόγου, που μας διανοίγει στο άφατο και στη σιωπή. Όμως, ως προς τα δικά μας πράγματα, αυτό που μπορούμε να πούμε πρακτικά και θετικά είναι «να περνάμε καλά».

Η συμπληρωματικότητα
Όπως δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη μεταφυσική μας πλευρά για να περνάμε εμείς καλά αδιαφορώντας για το Όλον (γιατί έτσι θα νιώθαμε λειψοί), έτσι δεν μπορούμε να αγνοούμε και τους άλλους (και τα άλλα), για να περνάμε καλά αδιαφορώντας για αυτούς (και αυτά).
Κατ’ αρχήν είναι δύσκολο έως αδύνατον να περνάει κανείς καλά μόνος, ξεκομμένος από τους άλλους (και τα άλλα). Πρώτον διότι τους έχει ανάγκη και εξαρτιέται από αυτούς (και αυτά). Δεύτερον γιατί, και να μην τους έχει ανάγκη, δεν μπορεί να χαρεί για πολύ μόνος. Το μοίρασμα είναι μέρος της χαράς.
Ούτε γίνεται να μη νοιαζόμαστε για το μετά και το πριν μας, επειδή θα πεθάνουμε. Η ζωή μας υπάρχει σαν συνέχεια. Είμαστε κομμάτι μιας αλληλουχίας, που είναι αδύνατον να αγνοήσουμε διότι σ αυτήν οφείλεται η ύπαρξή μας.
Η χαρά της ύπαρξης αφορά όλη την αλληλουχία της ζωής, στο τώρα, στο πριν και στο μετά της. Δεν υφίσταται χωρίς αυτήν διότι είμαστε αναπόσπαστο κομμάτι ενός Όλου, αποτελώντας απλά μια στιγμή του γίγνεσθαί Του.
Το «εγώ» μας είναι βέβαια κάτι ξεχωριστό. Αποτελεί μα διακεκριμένη μονάδα του Όλου, μια διακριτή στιγμή του γίγνεσθαι. Υπάρχουμε σαν πολλά ξεχωριστά «εγώ», όχι σαν ένα «εμείς» ομογενοποιημένο και αδιάφορο. Χαιρόμαστε ή δυστυχούμε από μόνοι μας. Απλά, δεν μπορούμε να χαρούμε ξεκομμένοι. Το ποια σύνδεση θα μας χαροποιήσει είναι δικό μας θέμα. Σίγουρα, όμως, η όποια εκπλήρωσή μας συνεπάγεται τη συμπλήρωσή μας με ό,τι μας κάνει να νιώθουμε πλήρεις. Η συμπληρωματικότητα είναι νόμος.
Πώς επιτυγχάνεται όμως αυτή η σύνδεση; Τι είναι αυτό που ωθεί τις μονάδες στην κίνηση της συμπλήρωσής τους;

Η διάθεση του πλεονάσματος
Κάθε τι που υπάρχει στον κόσμο, καταφέρνοντας να είναι αυτό το ξεχωριστό «κάτι» και όχι το  τίποτε, αποτελεί ένα καθαρό υπαρξιακό πλεόνασμα απέναντι στο μηδέν της ανυπαρξίας.
Καθώς το σύμπαν αποτελεί το σύνολο του πλεονάσματος τού Είναι έναντι του Μη-Είναι (ή του μηδενός), εμείς δεν είμαστε παρά μορφές αυτού του πλεονάσματος. Δεν είναι δικό μας και δεν μας ανήκει, για να το παρακρατήσουμε. Αφού δεν είναι δικό μας, αλλά ανήκει στο γενικό πλεόνασμα το κόσμου, καλούμαστε να το διαθέσουμε σε αυτό, σύμφωνα με τους κανόνες του γίγνεσθαί του, που μας γέννησαν. Εφόσον το άτομο διαθέσει το πλεόνασμά του για να ενωθεί γόνιμα με ένα άλλο και γεννηθεί από την ένωσή τους κάτι τρίτο, συμμετέχει ακέραια στο γίγνεσθαι και ολοκληρώνεται εν τω Είναι.
(Η ένωση και η γέννηση δεν αναφέρονται αποκλειστικά σε βιολογικές ενώσεις και γέννες παιδιών. Μπορούν να αφορούν κι άλλα πεδία διάθεσης του πλεονάσματος, κοινωνικά, καλλιτεχνικά, επιστημονικά, κλπ., όπου το άτομο ενώνεται με άλλους ανθρώπους και άλλα αντικείμενα, για να γεννηθούν νέες μορφές, καταστάσεις, ιδέες, κλπ.)
Η διάθεση του πλεονάσματος σε γόνιμες συναντήσεις κινητοποιεί ευφορικά το άτομο στην κατεύθυνση της ολοκλήρωσής του. Η μη-διάθεση του πλεονάσματος, απ’ την άλλη, προκαλεί την α-διαθεσία της ψυχής (της ενωτικής και ζωτικής πνοής του Είναι), αφού το άτομο, περιττό και ξεκομμένο, δυσφορεί με την αποξένωσή του από το γίγνεσθαι.
Κάθε μονάδα είναι ένας περιττός αριθμός (το ένα) που μόνο ζευγαρωμένη με μια άλλη μονάδα γίνεται άρτιος αριθμός (το δύο). Έτσι, αρτιούται και εκπληρώνεται. Συνέχεται στο χρόνο και συνδέεται με το γίγνεσθαι, αφού από το ζευγάρωμά της μπορεί να γεννηθεί μια άλλη μονάδα, ένας άλλος περιττός αριθμός, που θα κινηθεί κι αυτός με τη σειρά του, προς τη δική του συνένωση. Έτσι, το γίγνεσθαι βαίνει τριαδικά, αθροίζοντας περιττούς αριθμούς στο άρτιο.
Η χαρά της ζωής βρίσκεται στη σύνδεση και όχι στην αποσύνδεση. Προφανώς μετράει με τι συνδεόμαστε. Εφόσον αυτό ανταποκρίνεται στα ειλικρινή και βαθιά ζητούμενά μας, τότε η σύνδεση μαζί του παράγει αισθήματα ευφορίας και μας ωθεί να την καλλιεργήσουμε. Εάν όχι, μας είναι αδιάφορη ή ακόμη και εχθρική (αν τη νιώθουμε σαν απειλή, οπότε την αποφεύγουμε).

Ο οδηγός της ψυχής
Για να συνδεθούμε προϋποθέτει να διαχωριστούμε, να βρούμε το εγώ μας και τα ειλικρινή, βαθιά θέλω του, για να κινηθούμε και να συναντηθούμε βάσει αυτών. Η διάκριση δεν είναι πάντα εύκολη. Συχνά κάνουμε λάθη, είτε επηρεασμένοι από προκαταλήψεις και εντολές εξωτερικές είτε από δική μας έλλειψη γνώσης και συνείδησης.
Καθώς δεν υπάρχει κάποια απόλυτη αλήθεια στην οποία να βασιστούμε (αφού μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για το απόλυτο), για να διακρίνουμε το σωστό, αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να αφουγκραστούμε τη ψυχή μας.
Η σύνθεση της βούλησης και της λογικής από τη ψυχή είναι αυτή που μπορεί να κρατήσει τον άνθρωπο στην τροχιά της ολοκλήρωσής του, αποτρέποντάς τον από ό,τι τον εκτροχιάζει.
Η βούληση είναι η ζωτική δύναμη του ατόμου, η ενέργεια που παράγεται από το βιοχημικό «εργαστήριο» του οργανισμού του και η οποία το κινεί προς γόνιμες συναντήσεις με το πλεόνασμα της ενέργειάς του: αυτό που περισσεύει από την αυτοσυντήρησή του.
Η λογική είναι η υπολογιστική δυνατότητα του του εύφρονος ανθρώπου (ή homo sapiens), το λογισμικό του νου/εγκεφάλου του, που του επιτρέπει να βρίσκει σχέσεις και αναλογίες, να επεξεργάζεται δεδομένα και να βγάζει συμπεράσματα.
Το σώμα/βούληση και το πνεύμα/λογική/νόηση ενώνονται με τη ψυχή φτιάχνοντας τη ζωντανή μονάδα που είναι κάθε άτομο. Η ψυχή δεν είναι κάποιο ξεχωριστό συστατικό στοιχείο του ατόμου,  είναι η ίδια η ενότητα των στοιχείων του, η συστοιχείωσή του.
Η ψυχή είναι η πεμπτουσία της ζωοδόχους μας ενότητας, της ενότητας που κρατάει τα επιμέρους μας συστατικά εν ζωή. Όταν η ενότητα καταλύεται οριστικά από το θάνατο, τότε η ψυχή μας φεύγει και το σώμα μας διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη. 
Ως πεμπτουσία ενότητας, η ψυχή μπορεί να γίνει ο οδηγός της συμπληρωματικότητας που μας αφορά πραγματικά, δείχνοντας μας το δρόμο για αυτήν με το συναισθηματικό δίπολο της δυσφορίας και ευφορίας. Η δυσφορία μάς ωθεί να απομακρυνθούμε από κάτι. Η ευφορία να ενωθούμε με αυτό.
Βάζοντας ψυχολογικά κριτήρια στις επιλογές μας, θέτουμε κατά προτεραιότητα το πώς αισθανόμαστε μέσα μας εμείς οι ίδιοι και όχι τι επιτυγχάνουμε προς τα έξω ή πώς αναγνωριζόμαστε από τους άλλους. Αυτό μας φέρνει σε επαφή με τον εαυτό μας, μας κάνει να είμαστε ειλικρινείς και μας οδηγεί στην αυθεντικότητα.
Από τη στιγμή που δεν υπάρχει κάποια έξωθεν ή άνωθεν εντολή από κάποια ανώτερη αρχή ή εξουσία ή ιερατείο ή θεότητα, που δικαιούται να μας εντέλει το “δέον γενέσθαι”, ο μόνος ασφαλής οδηγός μας μπορεί να είναι η ψυχή, με το πηγαίο αισθηματικό της δίπολο της ευφορίας και της δυσφορίας.
Πάνω σε αυτό, έγραψα σε μια προγενέστερη φάση για την αρχή του να-νιώθεις-καλά.

Η πρόδρομος αρχή του να-νιώθεις-καλά, the feeling-good principle
Εφόσον αυτό που θέλουμε όλοι σε αυτή τη ζωή είναι να νιώθουμε καλά -το αντίθετο θα ήταν παράλογο- αυτό μπορεί να το κάνει βάση μιας νέας ηθικής, καθώς η καθολική του ισχύς το καθιστά αδιαμφισβήτητη αξιολογική αρχή.
Η αρχή τού να-νιώθεις-καλά  ("the feeling-good principle", όπως θα λέγαμε στα αγγλικά) είναι πάρα πολύ απλή και ευκολοδιάκριτη. Αρκεί να είμαστε ειλικρινείς, βέβαια, με τον εαυτό μας, να αναγνωρίζουμε τα αισθήματά μας και να μην  ψυχαναγκαζόμαστε. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ξεκινώντας από κάτι τόσο απλό, σαν αρχή, προκύπτει στη συνέχεια το αίτημα της ειλικρίνειας. Ξεδιπλώνοντας περαιτέρω τις παραμέτρους αυτού του αιτήματος, μπορούμε να φτιάξουμε ένα ηθικό σύστημα, όπου αυτό που μας εμποδίζει να είμαστε ειλικρινείς είναι κακό και αυτό που μας διευκολύνει καλό.
Ακούγεται περίεργο να ζητάς επαναθεμελίωση της ηθικής πάνω σε μια τέτοια αρχή, καθώς αυτή μοιάζει πολύ «εγωιστική». Αν μας επιτρέπεται να κάνουμε ό,τι μας αρέσει (προκειμένου να νιώσουμε καλά), τότε τι μας εμποδίζει να αρπάξουμε ή να βιάσουμε, για να πάρουμε κάτι που θέλουμε; Χωρίς εμπόδια και φραγμούς καταλύεται η έννοια του συστήματος και μια τέτοια ηθική βάση οδηγεί στο χάος. Είναι αλήθεια, όμως, αυτό; Μπορούμε να νιώσουμε ειλικρινά καλά, πατώντας επί πτωμάτων; Μας αρέσει πραγματικά κάτι τέτοιο;
Αν ναι, ας το κάνουμε. Βέβαια, δεν θα είναι τόσο εύκολο, γιατί σε κάποιους άλλους δεν θα αρέσει και δεν θα μας το επιτρέψουν. Οι άλλοι, βασιζόμενοι στη δική τους αρχή να-νιώθουν-καλά, δεν θα μας αφήσουν να τους υποτάξουμε. Θα δώσουν όλο τον εαυτό τους να υπερασπιστούν αυτή την αρχή, γιατί τους αφορά άμεσα. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η αδικία μπορεί να περιοριστεί, όταν τα άτομα, δρώντας επί προσωπικού, βάσει αυτής της αρχής, αντιδρούν έντονα στο κακό: αυτό που θα τους κάνει να νιώσουν άσχημα. Έτσι ορίζεται εκ των πραγμάτων μια διαχωριστική γραμμή όπου το να-νιώθεις-καλά δεν μπορεί να γίνεται εις βάρος άλλου και αυτή η γραμμή άμυνας χαράσσεται από τα ίδια τα άτομα, χωρίς να την εκχωρούν σε άλλους.
Μήπως, όμως, η εγωιστική και κατά μόνας απόλαυση δεν είναι αυτό που πραγματικά θέλουμε; Μήπως, κατά βάθος, δεν νιώθουμε καλά όταν είμαστε ξεκομμένοι από τους άλλους, ζώντας σε διαρκή σύγκρουση μαζί τους; Ας είμαστε ειλικρινείς και ας προσπαθήσουμε να δούμε τι θέλουμε πίσω από όλα αυτά κυνηγάμε, παρασυρόμενοι συχνά σε πολεμικές πρακτικές. Μπορεί έτσι να διακρίνουμε ότι το ζητούμενο δεν είναι ο πόλεμος αλλά η φιλία, γιατί αυτή μας κάνει να νιώθουμε πραγματικά καλά.
Η αρχή του να-νιώθεις-καλά δείχνει ασύμβατη με συγκρουσιακές πρακτικές, γιατί αυτές παράγουν άγχος και εμπεριέχουν κίνδυνο. Μπορεί να εξαναγκαζόμαστε σε αυτές, αλλά είναι δύσκολο να τις θέλουμε πραγματικά. Χωρίς να αποκλείσουμε την περίπτωση να αντλεί κάποιος ευχαρίστηση από το κακό και τη βία (να είναι χαιρέκακος ή πολεμοχαρής), δεν μπορούμε να κανοναρχούμε βάσει της διαστροφής του.
 Η ηθική σημαίνει ορισμό της κανονικότητας, χωρίς να αποκλείει την ύπαρξη εξαιρέσεων. Το θέμα είναι αν τις επιβραβεύει ή τις καταδικάζει. Η ηθική δεν ορίζει την πραγματικότητα, αλλά κανονίζει όρους ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ορίζει το δέον και όχι το ον.
Η αρχή του να-νιώθεις-καλά, υπό κανονικές συνθήκες, αποκλείει την επιθετικότητα, καθώς αυτή παράγει χάσματα και προκαλεί δυσφορία. Οι συνθήκες, όμως, μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολες και να πιέζουν τα άτομα σε μια εγωιστική πρακτική για να σωθούν, αυξάνοντας τον κίνδυνο επιθετικής συμπεριφοράς. Αυτό συνεπάγεται την ανάγκη βελτίωσης των συνθηκών ώστε να διευκολύνουν τα άτομα να λειτουργούν απρόσκοπτα ως προς τη βασική τους αρχή να-νιώθουν-καλά.
Όπως βλέπουμε, η βασική αυτή αρχή μπορεί να φαίνεται απλή, αλλά δεν είναι εύκολη στην πράξη. Χρειάζεται προσπάθεια, καθώς η πραγματικότητα πολλές φορές δυσκολεύει την πραγματοποίηση ενός τόσο απλού προτάγματος με την περιπλοκότητά της και τις δυσκολίες που προβάλλει. Είτε οι δυσκολίες έχουν να κάνουν με τη σπάνη φυσικών πόρων και υλικών αγαθών, είτε με ενδοανθρώπινες διαμάχες και ανταγωνισμούς, καλούμαστε -μέσω της αρχής- να τις λύσουμε με τρόπο που να περνάμε καλά.




----------------------------------------------------------------------------


ΝΑ ΠΕΡΝΑΜΕ ΚΑΛΑ, στην Πράξη
προϋποθέσεις, προκύπτοντα και παρεπόμενα


Η Αρχή αυτή μπορεί να χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση και επεξεργασία για να θεμελιωθεί φιλοσοφικά και να επικυρωθεί από τους ειδικούς. Πέρα όμως από τη φιλοσοφική θεμελίωσή της, συνεπάγεται κάποιες προϋποθέσεις.
Το «να περνάμε καλά» ακούγεται σαν μια απλή – έως απλοϊκή – επίκληση, αν δεν αναλυθεί στις πρακτικές συνεπαγωγές της. Αν αναλυθεί διεξοδικά, τότε, από αυτή τη σκέτη φράση μπορεί να προκύψει μια ολόκληρη βιβλιογραφία. Ας δούμε εδώ συνοπτικά τι συνεπάγεται αυτή η φράση στην πράξη.
Πότε συγκεκριμένα μπορούμε να περνάμε καλά και ποιες οι βασικές προϋποθέσεις επίτευξης της ευφορίας που εισηγείται η εν λόγω Αρχή;

Ι. ΥΓΕΙΑ ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΟΛΑ
Όποιος υποφέρει από κάποια αρρώστια είναι δύσκολο να περνά καλά, ακόμα κι αν του δίνουν μορφίνη αφειδώς. Η υγεία είναι πρώτη βασική προϋπόθεση, διότι αφορά το ίδιο μας το σώμα, τη βάση της ύπαρξής μας.
Η προϋπόθεση της υγείας συνεπάγεται μια σειρά μέτρων:
Α. για την τήρησή της
Β. για τη θεραπεία των ασθενειών.
Α. ΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ
Για την τήρηση της υγείας χρειάζεται καλή φυσική κατάσταση, άρα κάλυψη των βασικών αναγκών του ανθρώπου, ήτοι:
1. σωστή διατροφή και νερό
2. καθαρός αέρας και περιβάλλον
3. στέγη και ένδυση
(Η σωματική άσκηση είναι προαιρετική και αφορά κυρίως τους καθιστικούς πληθυσμούς των γραφείων και των καναπέδων.)
Α1. Σωστή διατροφή και νερό
Η σωστή διατροφή δεν είναι καθόλου δεδομένη στις μέρες μας.
α. Σε άλλα μέρη πεινάνε και διψάνε,
β. Σε άλλα τρέφονται με junk food και πίνουν ζαχαρωμένα ανθρακούχα.
Α1, α. Όπου πεινάνε και διψάνε, προέχει η κάλυψη αυτής της στοιχειώδους ανάγκης με υποστήριξη γηγενών λύσεων παραγωγής τροφής και πρόσληψης νερού. Εάν αυτά δεν είναι αρκετά, θα πρέπει να συμπληρώνονται με την εισαγωγή τους.
Θα πρέπει επίσης να επιτρέπεται στους πληθυσμούς αυτών των περιοχών να μετακινηθούν, εφόσον κινδυνεύει η ζωή τους. Η μετανάστευση είναι η ενδεδειγμένη λύση όταν η παραγωγή και η εισαγωγή τροφής και νερού δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα επιβίωσης των ανθρώπων.
Ο έλεγχος των γεννήσεων είναι ακόμη ένα ενδεδειγμένο μέτρο, εφόσον υπάρχει πρόβλημα ανεξέλεγκτων γεννήσεων σε υποσιτιζόμενες περιοχές λόγω έλλειψης ενημέρωσης και προφυλακτικών μέσων.
Επειδή αυτές οι περιοχές πάσχουν συνήθως από πολέμους, η παύση των πολέμων και η επικράτηση ειρήνης είναι απαραίτητη, όχι μόνο για εξασφάλιση της υγείας αλλά και της ίδιας της ζωής.
ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΟ: ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
Καθώς η πολεμικότητα είναι μια αρχέγονη μέθοδος διεκδίκησης της τροφής από αντιπάλους είναι το πρώτο παρεπόμενο που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε στη διερεύνηση του να-περνάμε-καλά ξεκινώντας από την πρώτη προϋπόθεση της υγείας, τη διατροφή.
Η άρση της πολεμικότητας δεν αφορά μόνο τις ενεργά εμπόλεμες περιοχές που λιμοκτονούν αλλά και τις εν δυνάμει πολεμικές, που είναι όλες οι χώρες που συντηρούν στρατούς, σπαταλώντας τεράστια μέσα σε έναν τομέα απειλητικό για το περνάμε-καλά. Αυτές θα πρέπει να αφοπλιστούν. Εκτός αν θέλουμε να περνάμε μόνο κάποιοι καλά, όσοι έχουμε ισχυρούς στρατούς και οι άλλοι ας πεθαίνουν ή ας σκοτώνονται (αν δεν τους σκοτώνουμε εμείς οι ίδιοι, αυτοπροσώπως ή κατά παραγγελία).
Εφόσον, όμως, το «να-περνάμε-καλά» αφορά τους πάντες και όχι μόνο κάποιους, ο πόλεμος ή η απειλή του πολέμου με την παρουσία των στρατών αντικρούεται με αυτή την αρχή, διότι δεν γίνεται να περνάνε κάποιοι καλά εις βάρος άλλων.
ΠΡΟΚΥΠΤΟΝ: ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ
Εδώ προκύπτει το πρόβλημα της καθολικότητας των αρχών μας. Είτε αυτές αφορούν τους πάντες και έχουν καθολική ισχύ, οπότε καλούμαστε να βρούμε έναν τρόπο εφαρμογής τους που συμπεριλαμβάνει τους πάντες (όπως εδώ: πώς γίνεται να-περνάμε-καλά συνολικά, στην πράξη). Είτε αφορούν μόνον εμάς, οπότε τις χρησιμοποιούμε κατά βούληση (όπως εδώ: να περνάμε καλά εμείς, πατώντας επί πτωμάτων, αν χρειαστεί).
Μια αρχή που δεν είναι καθολική δεν είναι παρά ένα θεωρητικό όπλο εναντίον των άλλων. Αποτελεί μέσο επιβολής μιας αυθαίρετης άποψης εις βάρος του συνόλου. Είναι μέσο εξουσίας και τίποτε άλλο.
Η καθολικότητα δεν είναι υποχρεωτική και μπορούμε να φερόμαστε επιθετικά, αν μας παίρνει, χωρίς πολλές κουβέντες. Να μη μιλάμε καθόλου, να μη θεωρητικολογούμε και απλά να παίρνουμε κεφάλια. Όμως όταν αναπτύσσουμε θεωρίες εν ονόματι του ανθρώπου, αυτό που συμπεραίνουμε πρέπει να ισχύει για όλους. Αλλιώς είναι κάλπικο και πρόκειται για καθαρή απάτη, για να παίρνουμε κεφάλια από τη μια και να το παίζουμε πνευματικά ανώτεροι από την άλλη.
Ούτε όμως η καθολικότητα συνεπάγεται ότι αναλαμβάνουμε εμείς εργολαβικά να σώσουμε τους άλλους, να τους καθοδηγήσουμε στο σωστό και να τους ταΐζουμε στο στόμα, για να περνάμε όλοι καλά. Η καθολικότητα αυτού του προτάγματος αφορά και αυτούς τους ίδιους, άρα πρέπει να το αναλάβουν προσωπικά, να δώσουν τις δικές τους λύσεις και να δράσουν πρωτοβουλιακά ως προς αυτό. Η σχέση ετεροκαθορισμού όπου κάποιοι ανώτεροι φροντίζουν φιλανθρωπικά και φιλεύσπλαχνα κάποιους κατώτερους παραβιάζει την καθολικότητα.
Η καθολικότητα δεν συνάδει με την αφ’ υψηλού φιλευσπλαχνία. Είναι άλλο η υποστήριξη κάποιων σε μια δύσκολη στιγμή και άλλο η εργολαβική ανάληψη της σωτηρίας τους. Εάν αντιμετωπίζουν έκτακτες συνθήκες, τότε ναι, πρέπει να βοηθάμε. Όπως θα πρέπει να μας βοηθούν και οι άλλοι, σε ανάλογες περιπτώσεις. Η αλληλεγγύη είναι σημαντικός παράγοντας επίτευξης της καθολικότητας, όμως δεν μπορεί να είναι μονόπλευρη. (Προφανώς, αυτό δεν ισχύει για άτομα σε κατάσταση αναπηρίας και μόνιμης αδυναμίας, τα οποία χρειάζονται διαρκή υποστήριξη.)
Στη θέση της εργολαβικής φιλευσπλαχνίας θα πρέπει να αναπτυχθεί διεθνής αλληλεγγύη και συνεργασία, όπου οι διάφορες χώρες ανταλλάσσουν τεχνογνωσία, εμπειρίες και προϊόντα, για την επίτευξη του κοινού καλού.
ΠΡΟΚΥΠΤΟΝ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΤΑ
Ποιοι θεσμοί όμως θα φροντίζουν για την τήρηση της καθολικότητας, θα ασχολούνται με το κοινό καλό και θα επιμελούνται τα μέτρα επίτευξής του; Τα εθνικά κράτη, με τους στρατούς και τις  διεκδικήσεις τους, είναι ακατάλληλα για αυτό το ρόλο. Θα πρέπει λοιπόν να δημιουργηθούν οι κατάλληλοι παγκόσμιοι θεσμοί.
Προφανώς οι στρατοί θα πρέπει να καταργηθούν, καθώς δεν συνάδουν με την παγκοσμιότητα. Το να δημιουργηθεί ένας παγκόσμιος πολεμικός μηχανισμός θα ήταν περιττό, εκτός αν απειλούμαστε από εξωγήινους. Αυτό που θα χρειαζόταν είναι ένας διεθνής μηχανισμός ασφαλείας – κάτι σαν διεθνή αστυνομία – που θα προστάτευε τους πολίτες από κακόβουλες πράξεις εγκληματικών στοιχείων.
Οι πόροι και τα μέσα που θα απελευθερωνόταν από την κατάργηση των στρατών θα μπορούσαν να διατεθούν για την παγκόσμια επίτευξη τού να-περνάμε-καλά, ξεκινώντας από τα στοιχειώδη μέτρα τήρησης της υγείας: της σωστής διατροφής και του πόσιμου νερού για όλους.
------------------------------------------------------------------------------------------------
[Παρέκβαση]
Βλέπουμε ότι από ένα απλό πρώτο μέτρο, αυτό για την τήρηση της υγείας, προκύπτουν να γίνουν ένα σωρό πράγματα. Θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί η παγκόσμια παραγωγική μηχανή για να τα επιτύχει και να έχουμε πλήρη απασχόληση των πάντων για να-περνάμε-καλά. Αντ’ αυτού έχουμε άγονες αντεγκλήσεις, πεισματικές γραφειοκρατίες και αδιέξοδους ανταγωνισμούς των ανθρώπων. Μόνο κάποια επιμέρους σχέδια συγκράτησης της επιθετικότητας τους (τόσο μεταξύ τους, όσο και εναντίον της φύσης) υπάρχουν από τους υφιστάμενους παγκόσμιους φορείς. Οι μεγαλόπνοες ιδέες  της δημιουργικής υπέρβασής των αδιεξόδων απουσιάζουν ή θεωρούνται γραφικές.
Όσα προκύπτουν εδώ μπορεί να φαντάζουν ουτοπικά, όμως αυτό δεν αναιρεί την αναγκαιότητά τους.  Διάφορα ειρηνιστικά και διεθνιστικά κινήματα τα έθεσαν επίσης στο παρελθόν, αλλά τότε μπορεί να ακουγόταν αφηρημένα και ιδεαλιστικά. Εδώ προκύπτουν «μαθηματικά» από το να-περνάμε-καλά, εφόσον το αναπτύξουμε στις συνέπειές του. Εάν πραγματοποιηθούν ή όχι, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Ένας από τους πιο σημαντικούς είναι ο χρόνος.
Η αλλαγή νοοτροπίας των ανθρώπων χρειάζεται πολύ χρόνο, ενώ, από την άλλη, ο χρόνος λιγοστεύει. Η επιθετικότητα εναντίον της φύσης μπορεί να οδηγήσει σε κατάρρευση του οικοσυστήματος και να προκαλέσει παγκόσμιες αλλαγές, που θα συμβούν από την καταστροφή και όχι τη δημιουργία.
Είναι αμφίβολο αν οι άνθρωποι κινητοποιηθούν έγκαιρα. Μπορεί όλα αυτά που αναφέρονται εδώ να αποδειχθούν μάταια, αλλά δεν μπορούμε να μην τα πούμε, έστω κι αν αγνοηθούμε.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
[Επιστροφή στις προϋποθέσεις ]
Α1,β. Όπου τρέφονται με junk food και πίνουν ζαχαρωμένα ανθρακούχα, προέχει η ποιοτικο-ποίηση της διατροφής, με στροφή στις οργανικές καλλιέργειες και χρήση φυσικών υλικών και υγιεινών μεθόδων στην παρασκευή των τροφών. Πέρα από ενημέρωση για τον υγιεινό τρόπο που πρέπει να ακολουθούν οι καταναλωτές, χρειάζεται δραστική αλλαγή από την πλευρά των παραγωγών και προμηθευτών. Το  μοντέλο της φτηνής και μαζικής παραγωγής τροφών, με εκτεταμένη χρήση χημικών και γενετικών μεθόδων, είναι πολλαπλά καταστροφικό. Ζημιώνει τόσο την υγεία των ανθρώπων όσο και των άλλων ειδών, ενώ θέτει σε κίνδυνο το φυσικό περιβάλλον.
Το πώς θα συμβεί αυτό, ώστε η παραγωγή να ανταποκρίνεται στη ζήτηση και οι τιμές να είναι προσιτές στους καταναλωτές, αφορά πάλι ένα μακρόπνοο σχέδιο σε παγκόσμιο επίπεδο. Το ίδιο ισχύει και για όσα θα συναντήσουμε παρακάτω, οπότε δεν θα το επαναλαμβάνουμε.
------------------------------------------------------------------------------------------
Εδώ τίθενται οι αναγκαιότητες, όπως προκύπτουν από την ανάλυση του να-περνάμε-καλά στις βασικές του προϋποθέσεις. Η ανταπόκριση σε αυτές εξαρτάται από την ενεργοποίηση των ανθρώπων σε παγκόσμιο επίπεδο, εφόσον συμφωνούν στην καθολικότητα του αιτήματος. Εάν ενεργοποιηθούν, είναι σίγουρο ότι θα βρουν λύσεις, αρκεί να προλάβουν το χρόνο που τρέχει.
------------------------------------------------------------------------------------------
Α2. Καθαρός αέρας και περιβάλλον
 Ο μολυσμένος αέρας και το βρώμικο περιβάλλον από σκουπίδια, ακαθαρσίες και λύματα κάθε είδους σε γη και θάλασσα είναι νοσογόνοι παράγοντες, που απειλούν τη φυσική κατάσταση πολλών ανθρώπων και την ίδια τη φύση.
Ακόμα ένα παγκόσμιο σχέδιο.
Α3. Στέγη και ένδυση
Η στέγη υπήρξε πάντα πολύ σημαντική για τον άνθρωπο, όχι μόνο για λόγους προστασίας από εξωτερικούς παράγοντες αλλά και σαν εσωτερική του θεμελίωση - σαν βάση, έδρα, εστία, σπιτικό του. Αποτελεί για τους περισσότερους ανθρώπους την πρώτη τους ευχή:  ένα σπίτι που να ανταποκρίνεται στον τρόπο που θα ήθελαν να ζήσουν. Αυτό καθιστά τη στέγη πολλαπλά σημαντική για να-περνάμε-καλά.
Η ένδυση δεν είναι απαραίτητη σε  κάποια κλίματα, αλλά σε αρκετά χρειάζεται για προστασία. Οι άνθρωποι δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν μεγάλο πρόβλημα κάλυψης αυτής της ανάγκης, αν και θα απαιτείτο η χρήση φυσικών υλικών και δικαιότερων μεθόδων στην κατασκευή των ρούχων. (Ισχύει ό,τι και στη φτηνή, μαζική διατροφή)

ΠΡΟΚΥΠΤΟΝ: ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ
Τόσο στη στέγη όσο και στην ένδυση τίθενται θέματα αισθητικής και προσωπικής προτίμησης των ατόμων για το πώς θέλουν να ντυθούν και πού να μείνουν, τα οποία δεν μπορούν να ομαδοποιηθούν. Αφορούν τα άτομα και πρέπει να λυθούν από αυτά, για να περνάνε-καλά, χωρίς να επιβαρύνουν τους άλλους. Αυτό δεν είναι πάντα δυνατό και γι’ αυτό χρειάζονται κανόνες διαπραγμάτευσής των διεκδικήσεών τους και επίλυσης των διαφορών τους.
ΠΡΟΚΥΠΤΟΝ: ΔΙΑΦΟΡΑ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΟΥ
Όταν συζητάμε τις προϋποθέσεις να-περνάμε-καλά μιλάμε για ένα αφηρημένο, γενικό υποκείμενο: εμάς. Εμείς, σε αυτή τη συζήτηση, είμαστε όλοι οι άνθρωποι ή πρέπει να είμαστε, για να έχουν καθολική ισχύ τα συμπεράσματά της.  Εμείς όμως δεν είμαστε όλοι ένα. Υπάρχουν διαφορές μεταξύ μας που ποικίλουν από το πρώτο ενικό «εγώ» ως το τρίτο πληθυντικό «αυτοί». Οι διαφορές αυτές είναι σημαντικές για τη βιοποικιλότητα της ζωής και για τη δική μας, ξεχωριστή ύπαρξη.
Όταν μιλάμε ως «εμείς» θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη τις επιμέρους διαφορές μας ώστε τα γενικά συμπεράσματα να αφορούν μόνο το κοινό μας πεδίο, αφήνοντας στα άτομα να δράσουν ελεύθερα στο προσωπικό. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή σε αυτό διότι η εισβολή του καθολικού σε πεδία που δεν του ανήκουν οδηγεί στον ολοκληρωτισμό. Θα πρέπει να γίνεται σαφής διαχωρισμός των θεμάτων που αφορούν το σύνολο (το καθολικό) και αυτών που ανήκουν σε υποσύνολα ή άτομα, που θα πρέπει να τα αναλαμβάνουν ξεχωριστά.
Εδώ συζητάμε μόνο τις γενικές προϋποθέσεις να-περνάμε-καλά, ορίζοντας αυτές που ισχύουν για όλους ανεξαιρέτως. Πέραν αυτών, ο καθένας έχει τις προσωπικές του ανάγκες και βλέψεις που εξειδικεύουν το γενικό αίτημα και το κάνουν δικό του. Γι’ αυτές πρέπει να φροντίσει ο ίδιος και το σύνολο να μην τον εμποδίζει, αντίθετα να τον υποστηρίζει ει δυνατόν, εφόσον δεν κινείται εναντίον του.
Η σχέση ατόμου και συνόλου είναι συμπληρωματική, όταν κοινός στόχος είναι το καθολικό να-περνάμε-καλά. Η σχέση συμπληρωματικότητας ανάμεσά τους συντελεί ταυτόχρονα στη γενική και στην ατομική «καλοπέραση», εκεί που αυτά συναντιούνται.
Οι διαφορές ανάμεσα στα άτομα θα πρέπει να ρυθμίζονται βάσει κοινά αποδεκτών κανόνων που να συμβάλλουν στην εξισορρόπηση των ξεχωριστών δυναμικών των ατόμων, ώστε να μη παραβιάζουν το μέτρο της ισορροπίας, αλλά και να μη χάνουν τη δυναμική τους.
[Επιστροφή στις γενικές προϋποθέσεις Ι, της Υγείας]
Β. ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΕΙΩΝ
Η ιατρική επιστήμη κάνει θεαματικές προόδους, αξιοποιώντας τα ευρήματα άλλων επιστημών και αφομοιώνοντας άμεσα τις τεχνολογικές εξελίξεις, για τη δική της επιστημονική εξέλιξη.
Η επιστημονική εξέλιξη συμβάλει ποικιλοτρόπως στα θέματα της υγείας και είναι σημαντική η στήριξή της, ακόμη και αν δεν αποδίδει άμεσα οικονομικά οφέλη. Γι’ αυτό, η έρευνα θα πρέπει να μην εξαρτάται μόνο από τις ιδιωτικές εταιρίες, αλλά να διεξάγεται και ανεξάρτητα από αυτές.
Η ανεξαρτησία της Ιατρικής από επιχειρηματικά συμφέροντα θα της επιτρέψει να διερευνήσει ελεύθερα και άλλους παράγοντες υγείας, όπως τους ψυχοσωματικούς και τους περιβαλλοντικούς, οι οποίοι δεν είναι εκμεταλλεύσιμοι εμπορικά.
Ειδικά, οι ψυχικές ασθένειες είναι πιο σύνθετες από τις σωματικές και πρέπει να διερευνώνται πολύπλευρα. Πέρα από αυτές που έχουν οργανική βάση – όπως στη διανοητική αναπηρία – οι άλλες επηρεάζονται λίγο ως πολύ από τη σχέση των ατόμων μεταξύ τους και με τον εαυτό τους.
Η αποξένωση των ατόμων μεταξύ τους και με τον εαυτό τους προκαλεί την αντίδραση της ψυχής, που δείχνει το πρόβλημα του διχαστικής ανάπτυξής μας. Βάζουμε εξωτερικούς στόχους υλιστικής ανάπτυξης που μας απομακρύνουν από αυτό που ζητάει η ψυχή μας, να-περνάμε-καλά. Θα έπρεπε η ανάπτυξη να συμβάλει σε αυτό και οι επενδύσεις μας να αποφασίζονται σύμφωνα με τις υποδείξεις της ψυχής μας.
ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΟ: ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ
Το σύνολο των υπηρεσιών υγείας, από τα νοσοκομεία και τα ιατρεία ως τα ερευνητικά κέντρα
και τα φαρμακεία φροντίζουν στην ουσία για την εξασφάλιση του υπ’ αριθμόν ένα παράγοντα για να περνάμε καλά. Προφανώς θα πρέπει να υποστηρίζονται και να χρηματοδοτούνται έτσι ώστε να αποδίδουν το καλύτερο αποτέλεσμα. Αυτό πρέπει να είναι το κριτήριο.
Η ιατρική επιστήμη δεν έχει εφευρεθεί για να θησαυρίζουν κάποιες εταιρίες (ασφαλιστικές, νοσοκομειακές, φαρμακευτικές, κλπ.) ή μερικοί μεγαλο-γιατροί. Η κερδοσκοπική σχέση στο ιατρικό επάγγελμα είναι ξένη με το αντικείμενό του και πρέπει να ελέγχεται. Όπως θα πρέπει και να ανταμείβεται ικανοποιητικά η προσφορά του στο σύνολο, από το ίδιο το σύνολο. Είτε αυτό το σύνολο εκπροσωπείται από το δημόσιο είτε από άλλους συλλογικούς ασφαλιστικούς φορείς, θα πρέπει να φροντίζει  για την κάλυψη της υγείας όλων, ώστε κανείς που πάσχει να μην μένει αβοήθητος. 
Το κριτήριο της οικουμενικότητας καθιστά την υγεία δημόσιο αγαθό, καθώς αποτελεί την πρώτη γενική προϋπόθεση της Αρχής μας.
Πέραν της δημόσιας υγείας, όσοι ιδιώτες έχουν ειδικές απαιτήσεις, μπορούν προφανώς να πληρώνουν έξτρα ή και να δημιουργούν τα δικά τους παράλληλα συστήματα υγείας, χωρίς αυτό, όμως, να υποβαθμίζει την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών δημόσιας υγείας.
ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΟ: ΓΥΡΑΝΣΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
Ένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Δημόσια Υγεία στον «αναπτυγμένο κόσμο» είναι ο μεγάλος αριθμός των ηλικιωμένων και υπερήλικων που «επιβαρύνει» τις δαπάνες της, τόσο γιατί χρήζουν μεγαλύτερης φροντίδας όσο και διότι δεν συμβάλλουν οικονομικά καθώς δεν εργάζονται. Σε αυτές τις χώρες μιλάνε για γήρανση πληθυσμού και για κατάρρευση των ασφαλιστικών συστημάτων, ενώ την ίδια στιγμή βάζουν φραγμούς στους νέους μετανάστες, επιτείνοντας έτσι το αδιέξοδο. Προφανώς μια λύση θα ήταν οι μετανάστες, αρκεί το μεταναστευτικό να διαχειριζόταν με τρόπο που να λύνει περισσότερα προβλήματα από όσα πιθανόν να δημιουργεί.
Εδώ προκύπτει ξανά το ζητούμενο της παγκοσμιότητας, με άνοιγμα συνόρων (ελεγχόμενο, έστω) και παγκόσμιους θεσμούς. Μόνο η δημιουργική παγκοσμιοποίηση μπορεί να λύσει οικουμενικά θέματα, όπως αυτό της Υγείας, αλλά και της γήρανσης κάποιων πληθυσμών.
Αλλά και πάλι, κάποια στιγμή η ανθρωπότητα θα  έφτανε αναπόφευκτα στο όριο της γήρανσης, εκτός αν ερχόταν μετανάστες από άλλους πλανήτες.
Εδώ πρέπει να συζητηθεί το γήρας καθαυτό: “Γέρος» δεν σημαίνει απαραίτητα ανίκανος. Υπάρχουν πάρα πολλοί ηλικιωμένοι που ενώ έχουν ακόμη ενέργεια να κάνουν πράγματα, κάθονται στα παγκάκια και ταΐζουν  - υπεράριθμα, επίσης – περιστέρια. Αυτό θα πρέπει με κάποιο τρόπο να λυθεί. Σίγουρα όχι με εξαναγκασμό σε εργασία. Άλλωστε, η εργασία δεν πρέπει να είναι εξαναγκασμός.
ΠΡΟΚΥΠΤΟΝ: ΕΡΓΑΣΙΑ
Η σχέση με την εργασία δεν πρέπει να είναι εξαναγκασμένη ή καταναγκαστική (και ακόμη καλύτερα να μην είναι καν αναγκαστική). Η σχέση εξαναγκασμού αντιβαίνει στην Αρχή «Να Περνάμε Καλά». Σύμφωνα με αυτήν, θα έπρεπε οι  άνθρωποι να εργάζονται για να διαθέσουν ελεύθερα το ενεργειακό τους πλεόνασμα - το παραγωγικό τους δυναμικό ή δημιουργική τους ενέργεια – στην παραγωγή έργου σύμφωνα με τα ταλέντα και τις ικανότητές τους, τις τάσεις και την καλλιέργειά τους.
Παρόλα αυτά, είμαστε συχνά υποχρεωμένοι να εργαζόμαστε εξ’ ανάγκης όταν τα παραπάνω δεν αρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες μας. Η «αναγκαστική», δηλαδή, η «εξ ανάγκης» εργασία είναι αναπόφευκτη σε αυτές τις περιπτώσεις. Εφόσον, όμως, συμβάλει πραγματικά στην κάλυψη των αναγκών μας, ανοίγει το δρόμο στην απόλαυση, με την ταύτιση έργου και ζωής. Αρκεί να τη συνδέουμε με αυτή.
Η εργασία στις διάφορες μορφές της, από την αναγκαστική και εκτελεστική έως την ελεύθερη και δημιουργική, έχει νόημα εφόσον συνδέεται με το μόνο νόημα: να περνάμε καλά. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αποσυνδέεται από  αυτό παίζοντας ρόλο εξαναγκασμού, καταπίεσης και εκμετάλλευσης από ισχυρότερα άτομα, ομάδες ή τάξεις, για τη δική τους αποσυνδεδεμένη καλοπέραση. Οι εξ ανάγκης εργαζόμενοι οφείλουν να αντιδράσουν στην εκμετάλλευση τους από όσους έχουν τα μέσα να τους εκμεταλλευτούν για τον δικό τους μόνο πλουτισμό.
[Το θέμα του πλούτου εισάγει στη δεύτερη προϋπόθεση καλοπέρασης: τα λεφτά!]

ΙΙ. ΛΕΦΤΑ!
Μετά την υγεία, αυτό που συνήθως ακολουθεί στη σειρά των προϋποθέσεων που θέτουν οι περισσότεροι για να περνάνε καλά είναι τα λεφτά. Τα λεφτά υπόσχονται απελευθέρωση από την ανάγκη, ελευθερία επιλογών και ικανοποίηση επιθυμιών.
Οι επιθυμίες δεν αφορούν πάντα την απόκτηση υλικών αγαθών. Έχουν να κάνουν συχνά με τη διασκέδαση, τη ψυχαγωγία και τον πολιτισμό.
Οι άνθρωποι θέλουν να ταξιδεύουν, να πηγαίνουν σε θέατρα και φεστιβάλ, σε συναυλίες και χορούς, να χαίρονται την Τέχνη και την Ομορφιά (ανάλογα με τα γούστα τους, φυσικά), να κάνουν εκδρομές στη φύση, σπορ και παιχνίδια. Όλα αυτά είναι ουσιαστικά στο να περνάμε καλά, όμως απαιτούν κάποια λεφτά, έστω για να έχουμε τον ελεύθερο χρόνο που χρειάζονται.
Γι’ αυτό, όλοι θέλουν τα λεφτά. Όμως, δεν μοιράζονται τζάμπα. Χρειάζονται κόπο. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στον κόπο που χρειάζονται, διότι αυτός είναι γενικά αποδεκτός από τους ανθρώπους ως εύλογη προϋπόθεση για κάθε απόκτημα.
Το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι κάποιοι αποκτούν πολλά λεφτά χωρίς καθόλου κόπο (είτε κληρονομώντας τα, είτε υφαρπάζοντάς τα) ή με ελάχιστο κόπο συγκριτικά με τους υπόλοιπους (είτε υπερτιμολογώντας εαυτούς, είτε εξαπατώντας τους λοιπούς). Αυτό κλονίζει τη σχέση κόπου και αποκτήματος, εισάγοντας το στοιχείο της αδικίας στην κοινωνία, με συνέπεια διαρκείς εντάσεις και δυσφορία.
ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΟ: ΔΙΚΑΙΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ
Η αδικία ενοχλεί καίρια την απόλαυση της ζωής και είναι αντίθετη προς την Αρχή μας. Αυτό συνεπάγεται μια σειρά από ρυθμίσεις σχετικά με τον πλούτο, που θα αποκαθιστούν τη σχέση κόπου και αποκτήματος στο μέτρο του δικαίου. Αναφέρουμε κάποιες που προκύπτουν άμεσα:
-          Κοινωνικοποίηση του κληρονομημένου πλούτου, από ένα ποσό και μετά, καθώς οι κληρονόμοι δικαιούνται βασικά στοιχεία της περιουσίας του εκλιπόντος, που είναι συνδεδεμένα με τη ζωή τους (πχ. το οικογενειακό τους σπίτι ή το οικογενειακό εξοχικό ή την οικογενειακή επιχείρηση, το μαγαζί, κλπ.) Επειδή δεν μπορεί να ορίζεται κάθε φορά η προσωπική σχέση με τα κληροδοτήματα, μπορεί να ορίζεται ένα εύλογο ποσόν το οποίο να περνάει στη δικαιοδοσία των κληρονόμων και από εκεί και πέρα να αυξάνονται οι κρατήσεις (με φόρους ή αλλιώς) ώστε το υπόλοιπο να αποδίδεται στο σύνολο, έτσι που να συμβάλει δημιουργικά και παραγωγικά στην καλοπέραση όλων. Ο εκλιπών μπορεί να ορίζει από μόνος του, στη διαθήκη του, τον τρόπο που επιθυμεί να κοινωνικοποιηθεί ο πλεονάζων πλούτος του. Αυτό το μέτρο αφορά προφανώς τις μεγάλες περιουσίες και όχι τις μικρές κληρονομιές, που δεν δημιουργούν κάποια κοινωνική αστάθεια όπως η προκλητική αδικία των μεγάλων κληρονομιών.
-          Πάταξη της υφαρπαγής πλούτου, με διαρκή έλεγχο της πηγής του («πόθεν έσχες») έτσι ώστε όποιο απόκτημα δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ως προϊόν κόπου, να κοινωνικοποιείται. Ο έλεγχος σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, απαιτεί διεθνή συνεργασία και εξάλειψη διάφορων επινοημένων «παραδείσων» απόκρυψης του υφαρπαγμένου πλούτου.
-         Περιορισμός της αισχροκέρδειας, με έλεγχο της αντιστοιχίας κόπου και αποκτήματος (ώστε να μην επιτρέπονται υπερτιμολογήσεις ή εξαπατήσεις). Επειδή όμως δεν πρέπει να οδηγηθούμε σε ολοκληρωτικές καταστάσεις καταπάτησης της ελευθερίας των συναλλαγών με τον ασφυκτικό έλεγχό τους στο παραμικρό, μπορεί να ορισθεί ένα όριο πλουτισμού πάνω από το οποίο θα αυξάνουν οι φόροι. Στον ορισμό του ποσού πρέπει να ληφθεί υπόψιν η Αρχή μας, έτσι ώστε τα άτομα να μπορούν να χαρούν τα λεφτά που έβγαλαν για να περνάνε καλά, αυτοί και οι δικοί τους. Τα λεφτά που πλεονάζουν και θησαυρίζονται πρέπει να περνάνε στο σύνολο για να αξιοποιηθούν δημιουργικά και παραγωγικά υπέρ της γενικής καλοπέρασης. Ο φορολογημένος πρέπει να έχει μερίδιο στη γενική χαρά, στην οποία συμβάλει με τους φόρους του και γι’ αυτό έχει δικαίωμα ελέγχου της σωστής αξιοποίησής των.  Αυτό  σημαίνει διαύγεια και έλεγχος και των ίδιων των οικονομικών αρχών. Ποιες όμως μπορεί να είναι αυτές;

ΠΡΟΚΥΠΤΟΝ: ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Το μόνο πολίτευμα που ταιριάζει με την καθολικότητα της Αρχής είναι η δημοκρατία, καθώς δίνει λόγο στον κάθε πολίτη ώστε να συναποφασίζει για τα μέτρα εξασφάλισης της γενικής καλοπέρασης. Τα δημοκρατικά εκλεγμένα όργανα διακυβέρνησης και οι δημόσιες αρχές είναι υπόλογες στον πολίτη, αιρετές και αναιρέσιμες εάν δεν εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον.
Οποιαδήποτε μορφή παρεμπόδισης της συμμετοχής των πολιτών ή ελέγχου της ψήφου τους (είτε με έλεγχο των μέσων επικοινωνίας είτε με απειλές και εξαγορές) ή αλλοίωσης των εκλογικών αποτελεσμάτων (είτε άμεσα, είτε έμμεσα, όπως με εκλογικά συστήματα που παραβιάζουν την αναλογική εκπροσώπησή τους) αντιβαίνει με τη δημοκρατία.
Η δημοκρατία είναι ένα ανοιχτό και για αυτό ευάλωτο πολιτικό σύστημα, καθώς μπορεί να γίνει έρμαιο συρμών και παθών, που μπορεί να παρασύρουν τα πλήθη σε κακές επιλογές. Η κρίση της πλειοψηφίας δεν είναι πάντοτε η σωστή, όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά. Η σωστή πολιτική επιλογή συνεπάγεται ευρύτερη νόηση του γενικού συμφέροντος που πολλοί δεν διαθέτουν, καθώς κρίνουν στενόμυαλα, μέσα από τα μικροσυμφέροντά τους. Αυτό είναι ένα από τα εγγενή προβλήματα της δημοκρατίας, αλλά η λύση δεν μπορεί να είναι αντιδημοκρατική.
Καμία μειοψηφία δεν μπορεί να επικαλεστεί κάποια θεία επιφώτηση για να αναλάβει την εξουσία αυτή, παραβιάζοντας τις δημοκρατικές διαδικασίες. Η όποια «πεφωτισμένη» μειοψηφία οφείλει να πείσει την πλειοψηφία. Αν αποτύχει, θα υποστεί τις συνέπειες των λαθών μαζί με τους πολλούς. Το καλό είναι ότι οι πολλοί μπορεί έτσι να μάθουν, κάτι το οποίο δεν θα συνέβαινε σε αυταρχικά πολιτεύματα, διότι σε αυτά υπεύθυνος για τις αποτυχίες θεωρείται ο άρχοντας και όχι ο λαός.
Η καθολικότητα της Αρχής μας συνεπάγεται επίσης τη δημοκρατία ως παγκόσμιο πολίτευμα, όπου κάθε κάτοικος αυτής της γης να έχει πλήρη δικαιώματα (και τις εξ αυτών υποχρεώσεις) στην παγκόσμια διακυβέρνηση. Αυτό υποβάλλει η Αρχή τού να περνάμε όλοι καλά, και όχι μόνο κάποιοι. Ειδικά, στις παρούσες συνθήκες παγκοσμιοποίησης, όπου η αλληλεξάρτηση των ανθρώπινων δράσεων σε όλα τα πεδία είναι πλέον πραγματικότητα.
Το προκύπτον σύστημα διακυβέρνησης είναι μια παγκόσμια δημοκρατική ομοσπονδία, (κάτι σαν Ηνωμένες Πολιτείες της Γης, όπου τα σημερινά κράτη θα είναι οι αυριανές πολιτείες). Η δημοκρατικά εκλεγμένη παγκόσμια κυβέρνηση θα έχει αρμοδιότητες μόνο σε θέματα διεθνή, αφήνοντας τα εθνικά στις πολιτειακές κυβερνήσεις, τα δημοτικά στους δήμους και τα κοινοτικά στις κοινότητες.
Σε όλα τα επίπεδα οι πολίτες συμμετέχουν αναλόγως, εκλέγοντας τα κοινοτικά και δημοτικά τους συμβούλια, τις εθνικές αντιπροσωπείες τους και τις διεθνείς. Το παγκόσμιο σύνταγμα θα προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ανεξιθρησκία, την ελευθερία, τις μειονότητες και όλα τα δημοκρατικά κεκτημένα, όπως τη διάκριση των εξουσιών, με ένα παγκόσμιο ανώτατο συνταγματικό δικαστήριο να είναι υπεύθυνο για την τήρησή του.
ΙΙΙ. ΑΓΑΠΗ, ΦΙΛΙΑ, ΕΡΩΤΑΣ
Η απόλαυση της ζωής χρειάζεται την αγκαλιά του άλλου. Είτε είναι των γονιών και των παιδιών (οικογενειακή αγάπη, θαλπωρή), είτε των φίλων (φιλία), είτε των αγαπημένων και εραστών (ερωτική αγάπη, σεξ).
Η μοναξιά, η αποξένωση και η αγαμία είναι παράγοντες δυστυχίας. Μπορεί να μας συμβαίνουν περιοδικά, από κάποιες ατυχείς συγκυρίες, αλλά η εμμονή τους σημαίνει κάποιο πρόβλημα. Το μόνιμο μπλοκάρισμα των διαύλων επαφής των ατόμων και η οριστική αδυναμία οργανικής σύνδεσης τους με τους άλλους μαρτυρά ανθρώπους τραυματισμένους συναισθηματικά, φοβισμένους κοινωνικά και ευνουχισμένους ερωτικά.
Η πρώτη αιτία του προβλήματος - και η λύση του- πρέπει να αναζητηθεί στην οικογένεια (στη φυσική ή στην ανάδοχο ή σε οποιοδήποτε οικογενειακό σχήμα) όπου μεγαλώνει ένα παιδί. Εκεί κοινωνικοποιείται αρχικά. Εάν εισπράττει αγάπη και κατανόηση είναι πολύ πιθανόν να τα επιστρέψει με τη σειρά του. Εάν η οικογένεια είναι ανοιχτή σε φίλους, το παιδί θα μάθει τη φιλία. Εάν δεν ευνουχίζει τη σεξουαλικότητα του, θα γίνει ερωτικό. 
Η δεύτερη αιτία - και λύση - βρίσκεται στην κοινωνία:
Μία ανοιχτή κοινωνία που καλλιεργεί την κοινωνικότητα και που περιθωριοποιεί το φόβο, μια κοινωνία που ενθαρρύνει την ομαδικότητα και δεν προωθεί τον ανταγωνισμό, που αποδέχεται την ερωτικότητα και δεν την ενοχοποιεί, αυτή βοηθάει τα άτομα να υπερβούν τα εγώ τους για να αγαπηθούν, να ερωτευθούν ή να γαμηθούν.
Οι κλειστές κοινωνίες (πατριαρχικές, συντηρητικές, θρησκοληπτικές, «παραδοσιακές», κλπ.) αποδέχονται τα αισθήματα αγάπης μόνο μέσα στα αυστηρά πλαίσια που θέτουν. Τα άτομα που υποτάσσονται, αγκαλιάζονται. Τα ανυπότακτα απομονώνονται, εξοστρακίζονται ή και λιθοβολούνται για τα ερωτικά τους παραστρατήματα. Σ αυτές τις κοινωνίες η αγάπη γίνεται όπλο υποταγής των ατόμων, διαστρέφοντας το ρόλο της. Η αγκαλιά της είναι μια πνιγηρή θηλιά, που πνίγει το άτομο. Ακυρώνει τον φορέα της απόλαυσης, το υποκείμενο της χαράς, το «εγώ». Το αφανίζει για ένα επιβάλει το «εμείς» της. Γίνεται, έτσι, ένα εξωτερικό κατασκεύασμα, θεαματικοποιημένο και θεοποιημένο, αλλά ψεύτικο. Ένα γλυκερό ντεκόρ αγάπης για να κρύβεται η δυστυχία των ατόμων στα παρασκήνια.
Οι ατομικιστικές κοινωνίες (μοντέρνες, σύγχρονες, «δυτικές», κλπ.), από την άλλη, υπερ-εξατομικεύουν και διχοτομούν την αγάπη σε σημείο που το άτομο να αγαπάει μόνο τον εαυτό του. Η εμμονική αγάπη του εαυτού γίνεται όπλο εναντίον των άλλων κι έτσι η κοινωνία γίνεται ένα πεδίο ανταγωνισμού αντί χώρος συνύπαρξης. Το εγώ καταλύει το εμείς και οι αγκαλιές γίνονται χειραψίες κλεισίματος συμφωνιών, όπου μετά φροντίζουμε να πλένουμε τα χέρια μας για να μην κολλήσουμε μικρόβια. Κυριαρχούν υποχονδριακές, φοβικές και μανιοκαταθλιπτικές καταστάσεις όπου τα άτομα ακροβατούν ανάμεσα στη μανία του κέρδους και στην κατάθλιψη του κενού από την απουσία νοήματος σε όλα αυτά.
Ας αναρωτηθούμε ξανά για τις κοινωνίες μας κατά πόσο συμβάλλουν στην μεταξύ μας οικειότητα κι ας δούμε τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό.
ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΟ: ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΩΡΟΣ
Ενώ δεν μπορούμε - και δεν πρέπει - να υπεισέλθουμε στους ιδιωτικούς χώρους των ατόμων για να τους ανοίξουμε «με το ζόρι» στα αισθήματα αγάπης, μπορούμε - και πρέπει – να κάνουμε τους δημόσιους χώρους μας φιλόξενους των αισθημάτων μας. Οι ιδιωτικές υποθέσεις πρέπει να αφήνονται στους ιδιώτες και οι δημόσιες να εξυπηρετούν τους δημότες. Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, ο δημόσιος χώρος να εξυπηρετεί το δημόσιο αίσθημα;
Κατ’ αρχήν, η ύπαρξη του ίδιου του δημόσιου χώρου είναι σημαντική και πρέπει να υποστηρίζεται. Αυτός επιτρέπει τη συνάντηση, την παρέα και το φλερτ. Πλατείες, πάρκα, παραλίες, πολιτιστικά κέντρα, χώροι εκδηλώσεων, κλπ., να είναι στη διάθεση του κοινού, ελεύθερα και ανοιχτά. Ούτε να καταλαμβάνονται από ιδιώτες (που θέλουν να τους εκμεταλλευτούν ή να τους οικειοποιηθούν) ούτε να ελέγχονται από κομματικές ή θρησκευτικές ή άλλες επιτροπές (που θέλουν να επιβάλουν τον έλεγχό τους).
Η αισθητική του δημόσιου χώρου είναι επίσης σημαντική. Τα άσχημα, βρώμικα και απειλητικά περιβάλλοντα φοβίζουν τα άτομα, τα μιζεριάζουν και τα κουμπώνουν.  Τα όμορφα, καθαρά και φιλικά περιβάλλοντα χαροποιούν τα άτομα και τα ξεκουμπώνουν, κάνοντάς τα να ανοιχτούν, να χαμογελάσουν στον άλλον ή και να τον ερωτευτούν.
Οι τέχνες - από την αρχιτεκτονική ως τη μουσική, από το θέατρο ως τη ζωγραφική, από το χορό ως τη γλυπτική, κ. ά. – μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην αισθη(μα)τικο-ποίηση του δημόσιου χώρου, όχι μόνο στη γεωγραφική του διάσταση, αλλά και στην ευρύτερη, ως τόπου συνάντησης και κοινωνίας.
Οι δημόσιες κοινωνικές εκδηλώσεις - γιορτές και χοροί, παιχνίδια και φαντασμαγορίες – που διαπνέονται από την Αρχή, παράγουν ένα πνεύμα ευφορίας, γόνιμο για αξέχαστους έρωτες και δυνατές φιλίες.
ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΟ: ΟΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ
Η ζωή, βέβαια, δεν είναι ένα συνεχές πανηγύρι, ούτε όλα μπορούν να είναι ρόδινα, απλόχερα και δωρεάν. Υπάρχουν και οι αντιστάσεις.
Υπάρχουν οι αντιστάσεις της ύλης, η οποία πρέπει να δουλευθεί για να δώσει καρπούς. Αυτές χρειάζονται δουλειά. Η δουλειά απαιτεί κόπο, αλλά χωρίς αυτόν δεν υπάρχουν καρποί. Εδώ παίζει ρόλο η σύνδεση κόπου και καρποφορίας: όσο πιο απρόσκοπτη και άμεση, εύφορη και αποτελεσματική είναι, τόσο μεγαλύτερη η απόλαυση που παράγει.
Υπάρχουν οι αντιστάσεις του εγώ, που θέλει το δικό του χώρο, διαγκωνίζοντας τα άλλα εγώ, όταν υπάρχει στενότητα. Αυτές ρυθμίζονται με κανόνες συμβίωσης, που σέβονται τόσο την ανάγκη χώρου του εγώ, όσο και την αναγκαιότητα του δημόσιου χώρου. Η ισορροπία ανάμεσα στο «εγώ» και στο «εμείς» βρίσκεται στο αμοιβαίο συμφέρον τού να περνάνε καλά όλοι χωρίς να ακυρώνουν το άτομο, ούτε, όμως, το άτομο να παραβιάζει τον κοινό καλό. 
Το άτομο πρέπει να είναι ελεύθερο να δρα και να επεκτείνεται σε περιοχές ιδιωτικής δικαιοδοσίας, σεβόμενο τις δημόσιες, τις συλλογικές, αλλά και τις οικολογικές ισορροπίες (που πρέπει να προστατεύονται κι αυτές από το Δημόσιο, καθώς τα ζώα και τα φυτά δεν μπορούν). Όποιος τις παραβιάζει, θα πρέπει να περιορίζεται από τις αρχές τήρησης της τάξης.
Ακόμη, όμως, και αν καταφέρουμε να κρατάμε την τάξη έτσι που να εξυπηρετεί το αμοιβαίο καλό, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να τακτοποιήσουμε τα πάντα ώστε να ταιριάζουν αρμονικά όλοι με όλα. Πέρα από το ότι υπάρχουν άτομα προβληματικά, που ρέπουν προς το κακό, υπάρχουν και άτομα δυναμικά, που παραβιάζουν τις ισορροπίες προς τα μπρος, ωθούμενα από  τη δύναμη της εξέλιξης.
ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΟ: Η ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙΚΗ
Η εξελικτική δυναμική σπρώχνει τα άτομα να ανοιχτούν στο άγνωστο και να τολμήσουν το διαφορετικό, παραβιάζοντας συχνά τις κοινωνικές συμφωνίες και ισορροπίες. Η διαφοροποίηση είναι βασικός κανόνας του γίγνεσθαι που γεννά την ποικιλομορφία των ειδών, εξερευνώντας κάθε πιθανότητα της ύπαρξης. 
Στη δυναμική αυτήν οφείλεται και ένα μέρος του ανταγωνισμού, αυτού που είναι θεμιτός και υγιής και όχι αθέμιτος και νοσηρός. Ο νοσηρός ποντάρει στην καταστροφή του άλλου. Προέρχεται από ένα ελλιπές άτομο, ανίκανο να αναπτυχθεί το ίδιο, που καταστρέφει το διπλανό του, για να οικειοποιηθεί το χώρο του. Ο «υγιής» ανταγωνισμός κινείται από τη δύναμη της εξέλιξης, τη δημιουργική ανάγκη για εξερεύνηση δυνατοτήτων και γέννηση νέων μορφών. Γι’ αυτό, ορμάει μπροστά και τρέχει να βρει πρώτος νέα εδάφη για να φτιάξει εκεί το χώρο του. Είναι η ίδια η φόρα της ζωής, που σπάει δεσμά και δεν υποτάσσεται σε συμβατικότητες. Μέρος αυτής της φόρας είναι και η ερωτική ορμή.
Ο έρωτας δεν υπακούει εύκολα σε μηχανισμούς σωφρονισμού ούτε ακολουθεί πιστά τα κελεύσματα οικουμενικότητας. Η καλοσυνάτη αγάπη δεν τού είναι αρκετή και αντιδρά στον εγκλωβισμό του σε αγκαλιές συμπάθειας, εάν δεν περιλαμβάνουν το ερωτικό πάθος. Ως πάθος δεν είναι πάντα διαχειρίσιμος, ιδιαίτερα όταν δεν έχει ανταπόκριση. Τότε μπορεί να προκαλεί αναστατώσεις. Η ανταπόκριση τον εξομαλύνει, αλλά μέχρι να συμβεί το «τυχερό» να ταιριάξουν οι ερωτευμένοι, υπάρχει ταραχή.
Φαίνεται ότι η εξελικτική δυναμική στις διάφορες εκδηλώσεις της – από τον ανταγωνισμό ως τον έρωτα – προκαλεί ρήγματα στην ομοθυμία τού «να-περνάμε-καλά», αλλά αυτό συμβαίνει μόνον ως προς τη διαδικασία. Όχι ως προς τον σκοπό. Ο σκοπός όλων - και των ερωτευμένων και των ανταγωνιζόμενων - είναι η επίτευξη της γενικής Αρχής. Θέλουν να περνάνε κι αυτοί καλά, με τρόπο που να τους αντιπροσωπεύει.
Ως εκ τούτου, η Αρχή στην εφαρμογή της πρέπει να αναγνωρίσει την καλώς εννοούμενη ταραχή στις τάξεις της (την ζωτική και ερωτική ταραχή, όχι την καταστροφική και κακόψυχη), και να συμπεριλάβει τη εξελικτική δυναμική στις ισορροπίες που θέτει. Τα μέτρα που καλούμαστε να πάρουμε υπέρ της Αρχής πρέπει να είναι μέτρα συνδυασμού της δυναμικής και της ισορροπίας: μέτρα δυναμικής ισορροπίας.

ΙV. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Έχουμε εξασφαλίσει την υγεία μας (I), έχουμε λεφτά για να περνάμε καλά (II), βρήκαμε την αγάπη μας (III), όλα καλά. Μόνο που δεν αρκεί η ικανοποίηση του εαυτού μας. Για να νιώσουμε πλήρεις, θέλουμε να δούμε το αντίκρισμα του στα πράγματα. Θέλουμε το πέρασμά μας από τη ζωή να παράγει κάτι, να δημιουργήσει κάποια μορφή έξω από εμάς. Αλλιώς, νιώθουμε ασήμαντοι, σαν να μην έχουμε υπάρξει.
Η ανάγκη της δημιουργίας ξεκινά από το φόβο του θανάτου και την απειλή της ανυπαρξίας. Δημιουργώντας κάτι νιώθουμε την ύπαρξή μας να συνεχίζεται μέσα από αυτό.
Η πιο απλή έκφραση τη δημιουργικής αναγκαιότητας είναι τα παιδιά. Όμως, τα παιδιά συμβαίνουν εν πολλοίς αυτόματα, από τους αναπαραγωγικούς μας μηχανισμούς. Δεν θα τα λέγαμε ακριβώς δικά μας δημιουργήματα. Είναι προϊόντα της δημιουργικής ανάγκης του σύμπαντος, φορείς της οποίας γινόμαστε, θέλουμε δεν θέλουμε. Στη συνέχεια, βέβαια, μπορούμε να αποφασίσουμε αν τα θέλουμε ή όχι, αλλά σίγουρα δεν τα δημιουργούμε ακριβώς εμείς.
Η ανάγκη δημιουργικότητας φαίνεται πιο καθαρά σε συνειδητές ενέργειες δημιουργίας, πέρα από τις αναπαραγωγικές (όσο κι αν αυτές στη συνέχεια αναδεικνύονται πιο σημαντικές από όλα τα δημιουργήματα, καθώς οι γονείς είναι έτοιμοι να θυσιάσουν και τους εαυτούς τους για τα παιδιά τους, αν χρειαστεί).
Ανεξάρτητα από την τεκνοποιία, που έτσι κι αλλιώς δεν αφορά όλον τον κόσμο, υπάρχει μια διαρκής αναζήτηση του ατόμου για κάποια δημιουργία που θα το εκφράζει, μορφοποιώντας το ενεργειακό του πλεόνασμα. Το άτομο νιώθει την ύπαρξή του φθαρτή και ευάλωτη στο μηδέν, οπότε ψάχνει τρόπο να την εξωτερικεύσει στα πράγματα, να τα σμιλεύσει και να παράγει μορφές, αφήνοντας τα ίχνη του από το σύντομο πέρασμά του από τη ζωή. 
Εάν αυτή η ανάγκη δεν ικανοποιείται, η υπαρξιακή αγωνία μπορεί να πνίξει το άτομο και να μην περνάει, τελικά, καλά, έστω και αν έχει καλύψει τις προηγούμενες τρεις βασικές προϋποθέσεις επίτευξης της Αρχής.

ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΟ: ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ
Η όποια δημιουργικότητα για να ανταποκριθεί στην υπαρξιακή ανάγκη του ατόμου, πρέπει να κινείται από τη δική του, καθαρά προσωπική και αυθεντική ανάγκη να παράγει τις μορφές που εκφράζουν αυτό το ίδιο.
Οι μορφές μπορεί να παραχθούν από τη διάθεση του πλεονάσματος του ατόμου σε γόνιμες συναντήσεις, μορφοποιώντας έξω από αυτό (εξωτερικεύοντας) εκείνο που φέρει μέσα του. Εφόσον η μορφή που θα παραχθεί να είναι προϊόν της ειλικρινούς σχέσης με το μέσα του, τότε το εκφράζουν.
Οι παρεμβολές άλλων σκοπιμοτήτων ή εξωτερικών εντολών, που διαστρεβλώνουν την καθαρή έκφραση αυτών που έχουμε μέσα μας, προκαλούν την παραγωγή νόθων μορφών, που δεν μας αντιπροσωπεύουν ειλικρινά και αλλοιώνουν τη σχέση μας με τον κόσμο.
Προέχει η ειλικρινής έκφραση μας, ώστε να έχουμε παραγωγή καθαρών μορφών, που να μας αντιπροσωπεύουν ακέραια και να μας συνέχουν ταυτο-ποιητικά με τον κόσμο.
Η καθαρότητα των παραγομένων μορφών είναι σημαντική στη μορφο-ποιητική αλληλουχία του ανθρώπου με το περιβάλλον του, όπου αυτός μετασχηματίζει ό,τι παίρνει από αυτό σε ό,τι είναι εντεταλμένος, από τις γενετικές του οδηγίες, να διαμορφώσει.
Εφόσον η αλληλουχία του ανθρώπου με το περιβάλλον του διεκπεραιώνεται απρόσκοπτα (χωρίς την παρεμβολή εξωτερικών εντολών και αλλότριων σκοπιμοτήτων), τότε ο άνθρωπος διεκπεραιώνει ακέραια το ρόλο του στο γίγνεσθαι και επιστρέφει στη φύση ό,τι πήρε από αυτή. Βέβαια, ο άνθρωπος δεν επιστρέφει ακριβώς το ίδιο που πήρε από τη φύση, αλλά μετασχηματισμένο. 
Ο μετασχηματισμός είναι βασική ιδιότητα του ανθρώπινου γίγνεσθαι και εφόσον πραγματοποιείται σύμφωνα τους κανόνες της εγγενούς δημιουργικής του ώθησης, τότε εκπληρώνει τους όρους της ύπαρξής του μες στη φύση.
Με την επιστροφή του ανθρώπινου πλεονάσματος στη φύση, μετασχηματισμένου  - μέσω της δημιουργικής του ροπής -, ο άνθρωπος δεν αισθάνεται περιττός, ούτε χωρισμένος από τη φύση. Νιώθει καλά, καθώς εντάσσεται πλήρως στην κυκλο-φορία του γενικότερου πλεονάσματος της φύσης, το οποίο κινείται με μια θαυμαστή «κυκλικότητα» στο γήινο οικοσύστημα. Η πλήρης συμμετοχή μας στη γενικότερη κυκλο-φορία του φυσικού πλεονάσματος, μάς θέτει στην τροχιά του κύκλου και της ολοκλήρωσης.
ΠΡΟΚΥΠΤΟΝ: ΕΝΘΑΡΡΥΝΣΗ ΤΗΣ ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑΣ
Καθώς η ειλικρίνεια είναι σημαντική στην εκπλήρωση της δημιουργικής προϋπόθεσης της Αρχής μας, θα πρέπει κανονικά να ενθαρρύνεται από το σύνολο. Αντ’ αυτού, μια σειρά από προκαταλήψεις και κατά συνθήκη ψεύδη αναγκάζουν τα άτομα συχνά στην υποκρισία. Τα άτομα διστάζουν να εκφραστούν ειλικρινά και να διαφοροποιηθούν από το σύνολο, από το φόβο του αποκλεισμού τους (ή ακόμη και της εξόντωσής τους, στις ανελεύθερες κοινωνίες).
Η άρση του φόβου, που αναγκάζει τα άτομα στο ψέμα, είναι κρίσιμη στην επίτευξη της Αρχής μας.  Κάθε συμπεριφορά ή μηχανισμός που προκαλεί φόβο θα πρέπει να ελεγχθεί και να τεθεί σε κριτική. Η δημοκρατικοποίηση των θεσμών κάθε είδους (από πολιτιστικούς και πανεπιστημιακούς ως  πολιτικούς και  δημοσιογραφικούς), το άνοιγμά τους στον δημιουργικό διάλογο και στην διαφορετική γνώμη, μπορεί να επιτρέψει τα άτομα να εκφραστούν χωρίς να φοβούνται αποκλεισμούς. Ακόμη καλύτερα αν ενθαρρύνονται να είναι ειλικρινή, και να συζητούνται οι προτάσεις τους σε αυτή τη βάση: της ειλικρίνειάς τους.
V. ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΟΛΟΝ
Ο άνθρωπος έχει την ιδιότητα να  συλλογίζεται το Όλον, «Αυτό» που εμπεριέχει τόσο αυτόν όσο και κάθε τι, το Είναι τού κάθε είναι. Με τη νόησή του αντιλαμβάνεται ότι είναι μέρος μιας συμπαντικής ολότητας, την οποία θέλει να συλλάβει. Η αναφορά του στο Όλον των πραγμάτων είναι εγγενής στη φύση του, ως σκεπτόμενο ον.
Ακόμη και αν έχει εκπληρώσει όλες τις βασικές προϋποθέσεις της Αρχής, ως προς αυτόν και  τους άλλους γύρω του, θα μένει κάτι που θα του λείπει, αν αυτές δεν συμπληρωθούν με την αναφορά του στο Όλον.
Αυτή η αναφορά έχει πάρει διάφορες μορφές και ονομασίες, έχει παράγει θρησκείες και κοσμοθεωρίες, έχει διαμορφώσει πολιτισμούς. Ένας πολιτισμός που δεν την εμπεριέχει ή, ακόμη χειρότερα, την αποκλείει, στερεί από τον άνθρωπο μια διάσταση σημαντική για τη συν-πλήρωσή του. 
Η σχέση συμπληρωματικότητας μεταξύ αυτών που κάνουμε στη ζωή μας για να περνάμε καλά,  και της αναφοράς μας στο πριν και στο μετά της ζωής, στο αέναο γίγνεσθαι, εξετάζεται στον κείμενό μου «Για μια θεωρία της Συμπλήρωσης».




Συμπλήρωμα: Το πρόβλημα της οικουμενικότητας και της συνειδητότητας της Αρχής «Να Περνάμε Καλά»

Φαίνεται σαν να «κομίζω γλαύκαν εις Αθήνας», δηλαδή να μη λέω τίποτε καινούργιο, όταν προτείνω τη θεσμοθέτηση του Να Περνάμε Καλά ως Αρχής μας, καθώς αυτή συμβαίνει ήδη. Συνέβαινε μάλιστα πάντα. Όλοι ήθελαν από πάντοτε να περνάνε καλά. Η διαφορά βρίσκεται μόνο στην οικουμενικότητα της Αρχής και στη συνειδητότητά της.

Ως προς τη συνειδητότητα

Οι άνθρωποι, πάντοτε και τώρα, θέλουν να περνάνε καλά, όσο ζουν. Ξέρουν πως θα πεθάνουν και μετά πάπαλα. Όσο κι αν κοροϊδεύονται με μεταθανάτιες υποσχέσεις, οι περισσότεροι δεν τις πιστεύουν κατά βάθος, (ειδικά στην εποχή μας, που οι θρησκευτικές μυθολογίες έχουν καταρρακωθεί από τις επιστήμες). Παρόλα αυτά δεν θέτουν συνειδητά το Να Περνάμε Καλά ως Αρχή τους. Είναι προφανώς επηρεασμένοι από θρησκευτικά και ιδεολογικά υπολείμματα του παρελθόντος.
Η έλλειψη συνειδητότητας, όμως, προκαλεί υστερήσεις, παρεξηγήσεις και κατασπατάληση της ενέργειας σε λανθάνουσες στοχεύσεις, που υπηρετούν άσχετες «Αρχές».
Όσο πιο συνειδητοί είμαστε για την Αρχή του Να Περνάμε Καλά (την οποία ακολουθούμε ούτως ή άλλως), τόσο πιο σωστά θα διαθέτουμε την ενέργειά μας για την μεγιστοποίηση της απόλαυσής μας.

Ως προς την οικουμενικότητα

Εδώ είναι που γίνεται ο χαμός. Πόλεμοι, ληστείες, αδικίες, δεσποτείες, ολιγαρχίες, πλουτοκρατίες κι όλα τα σχετικά , προκαλούνται από την ιδιοποίηση της Αρχής από άτομα και ομάδες που θέλουν να περνάνε καλά κατ’ ιδίαν, πατώντας ακόμη κι επί πτωμάτων. Όχι μόνο αγνοούν την οικουμενικότητα και καθολικότητα της Αρχής, αλλά τη θέλουν όλη δική τους. Είναι καθολική μόνο για την πάρτι τους.
Η ιδιοποίηση της Αρχής όμως δεν αναιρεί την καθολική της ισχύ. Απλά, φαίνεται ανίσχυρη στην πράξη, όταν οι ισχυροί επιβάλλονται στους ανίσχυρους. Η αντίδραση των ανίσχυρων και των καταπιεσμένων, η οργάνωσή τους και η επιτυχής διεκδίκηση της Αρχής από αυτούς, μπορεί να την επαναφέρει σε καθολική ισχύ. Εφόσον παραιτούνται, τότε την αφήνουν έρμαιο των λίγων ισχυρών, που τους εξουσιάζουν.
Συνεπώς, η απαρέγκλιτη υιοθέτηση της Αρχής από όλους, με την υπεράσπιση της καθολικότητάς της, μπορεί να αποτρέψει τις επιθέσεις εναντίον της.

Προληπτικά, θα μπορούσε η παιδεία, ο πολιτισμός και η πολιτική να διαμορφώσουν ένα περιβάλλον που αποτρέπει την επιθετικότητα και προτρέπει στη συνεργασία,  προάγοντας τη συμπληρωματικότητα ατόμου και συνόλου.




επίλογος
Η ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ
Ζούμε σε μια εποχή χωρίς συλλογικό όραμα. Οι απελευθερωτικές ή εξισωτικές ιδεολογίες του 20ου αιώνα - όπως, οι σοσιαλιστικές των αρχών του αιώνα ή οι ελευθεριακές των δεκαετιών ’60, ‘70 -  κατέρρευσαν στην επαφή τους με την πραγματικότητα. ‘Έμεινε μόνο ο καπιταλισμός, που κυριάρχησε με τη λογική του χρήματος.
Ένας πολιτισμός που κινείται από το χρήμα παράγει μορφές αγοραίες, με σκοπό το κέρδος. Δεν έχουν κάποιο άλλο κίνητρο, στην πραγματικότητα. Όταν το χρήμα γίνεται σκοπός και όχι μέσον, τότε, χάνεται το να περνάμε-καλά, σαν σκοπός της ζωής, και απλά τρέχουμε πίσω από τα λεφτά.
Εφόσον οι δημιουργοί επαναπροσδιορίσουν τη στόχευση των έργων τους και τους δώσουν κατεύθυνση σύμφωνη με την Αρχή τού να-περνάμε-καλά ,τότε μπορεί να γεννηθεί μια άλλη εποχή, πιο κοντά στις επιθυμίες μας, αλλά και στην πραγματικότητά μας.
Το πρόβλημα με τις προηγούμενες απόπειρες συλλογικού επαναπροσδιορισμού, στις επαναστάσεις του 20ου αιώνα, ήταν ότι δεν είχαν αρκετά φιλοσοφημένη στόχευση και ότι δεν επεξεργάστηκαν ικανοποιητικά τα δεδομένα της πραγματικότητας. Οι στόχοι που έθεταν – της ισότητας οι εξισωτικές, της ελευθερίας οι ελευθεριακές – ήταν μάλλον μέσα, παρά στόχοι. Να είμαστε ίσοι και ελεύθεροι, ναι, αλλά για ποιο λόγο. Δεν εντόπισαν καθαρά τον απώτερο λόγο, ούτε είδαν ειλικρινά την πραγματικότητα. Οι εξισωτικές δεν έλαβαν υπόψη την ανάγκη διαφοροποίησης των ατόμων. Οι ελευθεριακές αγνόησαν τις οικονομικές δεσμεύσεις. Στο τέλος, η οικονομία, στην πιο κυνική εκδοχή της, τον καπιταλισμό, κέρδισε. Με τις τροποποιήσεις που έκανε και τις προσαρμογές του, ο καπιταλισμός μπόρεσε να κυριαρχήσει παγκοσμίως.
Οι ανισορροπίες που παράγει ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός είναι μεγάλες και προκαλούν ολοένα αυξανόμενες πιέσεις, τις οποίες θα δυσκολευτεί να αφομοιώσει αν δεν αλλάξει δομικά (και παύσει να είναι καπιταλισμός, ουσιαστικά). Η οικολογική ανισορροπία, η πληθυσμιακή  (με τον υπερπληθυσμό των υπανάπτυκτων χωρών, σε συνδυασμό με τη γήρανση στις αναπτυγμένες χώρες), η ανισορροπία πλούτου, η μεταναστευτική πίεση, κλπ., απαιτούν ριζικές αλλαγές.
Η αλλαγή που επείγει είναι η «αλλαγή παραδείγματος», με την υιοθέτηση μια άλλης κανονιστικής Αρχής. Η μόνη που φαίνεται να έχει νόημα είναι η Αρχή του «Να Περνάμε καλά».
Εάν δεν γίνει κάποιος ουσιαστικός ο επαναπροσδιορισμός των πραγμάτων βάσει αυτής, τότε, θα κυριαρχήσουν τα οπισθοδρομικά φαινόμενα που βλέπουμε να εκδηλώνονται ως αντίδραση στα προβλήματα της παγκοσμιοποίησης. Η άνοδος του εθνικισμού, του φονταμενταλισμού και του μισαλλόδοξου λαϊκισμού, είναι ανησυχητικά δείγματα.
Την ίδια στιγμή, η προοδευτική σκέψη αδυνατεί να προτείνει κάτι που να ανταποκρίνεται θετικά στα ζητήματα της εποχής. Πόσο μάλλον να δώσει το όραμα μια άλλης. Είναι κολλημένη σε μια ορολογία του παρελθόντος (κομμουναλιστικού ή ελευθεριακού τύπου) και επαναλαμβάνει αποδομητικές φόρμες ενός ξεπερασμένου μοντερνισμού (στην Τέχνη). Αδυνατεί να συλλάβει θετικά τον κόσμο και αρκείται στην κριτική και στην ανάλυση.
Με τη διαρκή κριτική και την εμμονική ανάλυση, όμως, δεν περνάμε καλά. Μπορεί να είναι απαραίτητες για την άρση των κακών κείμενων και τη διάγνωση των αιτιών τους, αλλά μόνο αν συνεχιστούν με κάποια θετική πρόταση, μπορεί να παράγουν αποτέλεσμα.  Αλλιώς, δεν μπορούν να διαμορφώσουν ένα συνεκτικό και συγκροτητικό νόημα για τη διαμόρφωση μιας νέας εποχής. Στερούνται προοπτικής.
Η απουσία συνεκτικού νοήματος με προοπτική αποδιοργανώνει τις κοινωνίες και υπονομεύει τις συλλογικότητες. Αφήνει τα άτομα στο έλεος του ατομισμού και των εμμονών κάθε είδους. Ψυχοπαθολογίες και αδυναμία επικοινωνίας στις προσωπικές σχέσεις, από τη μία, και, από την άλλη, μαζο-ποιήσεις, φανατισμοί, αιρέσεις, εθνικισμοί, οπαδισμοί σε έξαρση. Η αυτιστική τέχνη και η ομφαλοσκοπική φιλοσοφία έρχονται να επιβαρύνουν το κλίμα της διάλυσης και της παραίτησης.
Υπάρχουν βέβαια και οι εμπνευσμένες φωνές, που μιλούν επί της ουσίας και δίνουν προοπτική. Είναι λίγες, αλλά υπάρχουν. Μέσα από αυτές, επιβιώνει το Πνεύμα και μένει ανοιχτή η δυνατότητα να φτιάξουμε μια νέα εποχή. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, χρειάζεται ο συντονισμός τους. Πάνω σε ποια κανονιστική Αρχή θα μπορούσε να γίνει αυτός; Ποια θα μπορούσε να είναι η Αρχή, που θα είχε την απαραίτητη καθολικότητα για να συμφωνήσουν επ’ αυτής και να οργανωθούν ανάλογα;
Προτείνουμε την Αρχή τού «Να Περνάμε Καλά», όπως την παρουσιάζουμε εδώ, τόσο στις θεωρητικές της βάσεις, όσο και στις πρακτικές της συνέπειες.

No comments:

Post a Comment